Βλέπουμε περισσότερο με το μυαλό, παρά με τα μάτια.
Έτσι την ψυχή μας την δονούν πράγματα που διδαχτήκαμε σαν όμορφα, ενώ μας αφήνουν αδιάφορους οι πραγματικές ομορφιές τούτου του κόσμου.
Έτσι και πνευματικά μας συγκινεί το εύκολο και το ρηχό, αποφεύγοντας το δύσκολο, το βαθύ, νοιώθοντας μάλιστα απέναντί του όχι κατωτερότητα, αλλά περιφρόνηση.
Ένα παράδειγμα για την πνευματική ερήμωση, είναι η περιφρόνηση του σύγχρονου κάτοικου της Ελλάδας, για την φιλοσοφία ή για την κορυφαία παραγωγή του ανθρώπινου πνεύματος, την τραγωδία.
Αυτό το πνεύμα που είναι συνδεδεμένο με τούτο τον τόπο, σε τέτοιο βαθμό, όπως η πνοή κρατά ζωντανό το σώμα ενός ανθρώπου και όπως το σώμα συντηρεί την πνοή.
Στον αντίποδα των τουριστών της Μυκόνου, των χοιρογρυλίων και της ανθρώπινης αποσύνθεσης, υπάρχει ένας άλλος μεγάλος αριθμός, πραγματικών προσκυνητών σε αυτό τον τόπο.
Ένας από αυτούς είναι ο Γκι Ρασέ, ο οποίος στην εισαγωγή του βιβλίου του "Προσκυνητής στην αρχαία Ελλάδα" θα γράψει: "Στην Ελλάδα πρέπει να καταφεύγουμε με το ίδιο πάθος και ενθουσιασμό με τα οποία ο προσκυνητής του μεσαίωνα ξεκινούσε για την Παλαιστίνη. Το ταξίδι στην Ελλάδα, είναι το προσκύνημα της ψυχής στις πηγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σε αυτόν τον άγιο τόπο όπου γεννήθηκε το κύτταρο που εξέθρεψε τον δυτικό κόσμο."
Η περίπτωση του Γκι Ρασέ, είναι η περίπτωση των "άλλων ταξιδιωτών", που δεν τους πολυκαταλαβαίνει ο μέσος άνθρωπος τούτης της χώρας.
Είναι από εκείνους που στέκονται στην ουρά για την είσοδο στους αρχαίους χώρους, τους οποίους μάλιστα συχνά βρίσκουν κλειστούς, εκείνους που δεν ανεβαίνουν στα μπαρ της Μυκόνου, μα ψάχνουν μία ήσυχη ακρογιαλιά για να ακούσουν εκείνη την υπέροχη μουσική της πανάρχαιης ελληνικής θάλασσας που έλεγε ο Ρίλκε, είναι εκείνοι που δεν κυλιούνται τα ξημερώματα στα σοκάκια της Ρόδου, μα παίρνουν το πρωινό τους απέναντι από την αρχαία αγορά συντροφιά με ένα βιβλίο. Εκείνους τους παράξενους ταξιδιώτες, ο μέσος κάτοικους τούτου του τόπου, ακριβώς όπως κάθε τι πνευματικό, τους περιφρονεί, μην μπορώντας να τους κατανοήσει.
Αλλά εγώ θα σας μεταφέρω την αρχή και το τέλος τους βιβλίου ενός από αυτούς τους παράξενους ταξιδιώτες.
Από εκείνους που έρχονται σαν προσκυνητές και όχι σαν βάρβαροι επιδρομείς σε τούτη την ιερή γη.
Και δυστυχώς θα δείτε ότι αυτός ο άνθρωπος βλέπει σε αυτό τον τόπο, εικόνες που δεν τις βλέπει ο νους του μέσου κάτοικου της Ελλάδας.
Ένας κάτοικος της χώρας που βλέπει σημαντικά, όσα βλέπει σημαντικά και ο βάρβαρος επιδρομέας.
Πως ξεκινά ο συγγραφέας; Με την επίσκεψη στην Κέρκυρα: "Ούτε το λιμάνι, ούτε η πόλη της Κέρκυρας είναι δυνατόν να τραβήξουν την προσοχή. Θα χρειαστεί να πάει κανείς ως το κανόνι, από όπου έχει υπέροχη θέα στο νησάκι του Οδυσσέα και σε όλο το παλιό λιμάνι με τα κρυσταλλένια νερά, ή να διαβεί τις δασοσκέπαστες πλαγιές της Παλαιόπολης αναζητώντας την αρχαία Κέρκυρα, για να συνειδητοποιήσει την ομορφιά αυτού του νησιού.Από τη μια απλώνεται η θάλασσα, η Ελληνική θάλασσα που αστράφτει στο φως, και από την άλλη οι γαλαζωποί λόφοι σπαρμένοι με κυπαρίσσια που όμοιά τους σε ομορφιά δεν βρίσκεις πουθενά αλλού."
Οι δύο πρώτες εικόνες που θαυμάζει ο βάρβαρος, είναι το λιμάνι με τα καφέ και η πόλη με τα μπαρ και τα μαγαζιά.
Αυτά ακριβώς τα παραβλέπει ο προσκυνητής.
Εκείνος ψάχνει την ελληνική ομορφιά.
Εκείνη την ομορφιά που θέα της ενέπνευσε τον Έλληνα.
Ο Γκι Ρασέ στην συνέχεια θα ψάξει να βρει τον τόπο που έφτασε ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων.
Εκεί θα θυμηθεί τις περιγραφές του Ομήρου και την Ναυσικά να γλυκοτραγουδά.
Στην συνέχεια με παρόμοιο τρόπο, ο Γάλλος επισκέπτης θα περιηγηθεί στην δυτικά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο, στην Στερεά, στην Θεσσαλία, θα περάσει τον θεϊκό Όλυμπο, για να καταλήξει στην Θεσσαλονίκη.
Στο τέλος του βιβλίου, θα σας μεταφέρω και πάλι τις εντυπώσεις, οι οποίες θα ξαφνιάσουν και πάλι τα αυτιά κάθε Ρωμιού.
Έτσι τελειώνει στις δύο τελευταίες σελίδες ο Γκι Ρασέ:
"Η Θεσσαλονίκη, τελευταίος σταθμός του προσκυνήματος στην Ελλάδα πριν περάσουμε σε έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο, τον κόσμο των Σλάβων, είναι η ελληνική πόλη με τα περισσότερα βυζαντινά κατάλοιπα.
Ο αναγνώστης θα εκπλαγεί ίσως, επειδή στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού δεν αναφέρθηκα στα βυζαντινά κατάλοιπα της Χαλκίδας, στα Μετέωρα, στο άγιο όρος κλπ...
Δεν μίλησα για το Βυζάντιο, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν είναι Ελλάδα, είναι μάλλον η άρνηση της Ελλάδας.
Παρατηρήστε αλήθεια την ιεραρχημένη βυζαντινή αυλή, με τους χίλιους τίτλους που μας φαίνονται σαν παιδιαρίσματα, τη δυσκίνητη δημόσια διοίκηση με τα πλήθη των υπαλλήλων, σε πλήρη αντίθεση προς την απλότητα και την ευκαμψία της διακυβέρνησης των δημοκρατιών ή και των ελληνιστικών βασιλείων.
Παρατηρήστε όλη αυτή την επίδειξη, τον δεσποτισμό των αυτοκρατόρων, τον φανατισμό που αποτελεί την τη συνηθέστερη εκδήλωση σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής ιστορίας.
Τη διαμάχη των εικονοκλαστών, που ήταν μια παραφροσύνη ανάμεσα στις τόσες άλλες, εκείνη την σκληρότητα, την βαρβαρότητα, το αίμα που ρέει και κηλιδώνει την ιστορία του Βυζαντίου. απ' αρχής μέχρι τέλους, εκείνες τις μηχανορραφίες, τις επαναστάσεις του παλατιού, πάντοτε θηριώδες και φοβερές.
[Αρκεί να διαβάσει κάποιος την χρονογραφία του Ψελλού, η οποία εντούτοις, περιγράφει μικρή μόνον χρονική περίοδο της Βυζαντινής ιστορίας. Δεν συναντούμε σε αυτήν τίποτε άλλο, παρά μόνον, εξεγέρσεις, συνωμοσίες, δολοφονίες, εξορύξεις οφθαλμών κλπ].
Τίποτε άλλο δεν υπάρχει που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση προς το ελεύθερο και φωτεινό πνεύμα της Αθήνας από όλα όσα προαναφέραμε.
Συγκρίνετε αυτόν τον Παντοκράτορα Χριστό, τον τόσο τυπικά και θλιβερά βυζαντινό, με τα κοίλα, υπερμεγέθη μάτια, μαύρα όπως ο θάνατος, με το σκυθρωπό και κάτωχρο πρόσωπο, συγκρίνετέ τον με οποιαδήποτε μορφή του Ερμή, του Απόλλωνα ή του Διόνυσου, που ακτινοβολούν από ζωή, ομορφιά, ισορροπία και αρμονία και θα καταλάβετε τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την ελληνική από την βυζαντινή ψυχή.
Είναι ο θρίαμβος της ζωής και του καθαρού λόγου, απέναντι στο θρίαμβο του θανάτου και του ανατολίτικου μυστικισμού.
Είναι η ψυχή η ξαναμμένη από την ομορφιά, την καλλιτεχνική δημιουργία, την αγάπη για την ζωή, απέναντι σε μια φτωχή και αποστειρωμένη ψυχή, συντεθλιμμένη από μια θρησκεία του θανάτου και του πόνου, μια θρησκεία που περιφρονεί τον άνθρωπο, την φύση, τη ζωή και οτιδήποτε γήινο, όλα δηλαδή όσα κάνουν την ζωή μας να αξίζει.
Η Αθήνα είναι η αξεπέραστη κορωνίδα του πολιτισμού με όλες τις αξίες που αυτός περιέχει, είναι ο θρίαμβος του κάλλους, η κατ' εξοχήν πατρίδα του τίμιου ανθρώπου, του "καλού κ' αγαθού."
Το Βυζάντιο είναι ο θρίαμβος των βαρβαροτήτων της ανατολής, ο θρίαμβος της πιο ανήθικης ιδέας που ταλαιπώρησε τον άνθρωπο, ότι δηλαδή η Γη είναι μια κοιλάδα δακρύων, ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται σε έναν νεφελώδη και υποθετικό ουράνιο κόσμο και ότι η ζωή δεν είναι παρά μια προετοιμασία για τον θάνατο.
Η Βυζαντινή λογοτεχνική παραγωγή είναι εξαιρετικά φτωχή και απογοητευτική.
Σε έναν Ηρόδοτο, σε έναν Θουκυδίδη, έναν Πολύβιο οι μόνοι που έχει να αντιπαρατάξει το βυζάντιο είναι ο Προκόπιος, ο Ψελλός και ο Φώτιος.
Στον Ισοκράτη και τον Δημοσθένη, ο Νικηφόρος Γρηγοράς.
Στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο, ο Δημήτριος Κυδωνιεύς.
Στον Πλούταρχο, ο Μάρκος ο Διάκονος...
Δεν τολμώ να αναφέρω τον Όμηρο...
Τα χάνει κανείς μπροστά σε τόση ευτέλεια και ελαφρότητα.
Επιπλέον παρατηρείται παντελής έλλειψη πρωτότυπης σκέψης και ολοκληρωτική απουσία του θεάτρου και της μεγάλης "κοσμικής" ποίησης.
Αν εξαιρέσουμε τον Πλήθωνα, πλατωνιστή του 15ου αιώνα, που είναι ο μόνος βυζαντινός ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί στοχαστής, δεν βλέπω παρά μόνο τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που υπήρξε αναμφίβολα μέγας ρήτορας, αλλά που η φιλοσοφική του σκέψη περιορίζεται στην ηθική της κατήχησης."
Σε αυτές τις τελευταίες σελίδες του Ρασέ, κρύβετε το δράμα του εκβαρβαρισμού μας. Αυτή η αδυναμία λόγω της κακής μας παιδείας, ώστε να μπορούμε να ξεχωρίσουμε "τον πάμφωτο ναό της Αφαίας στην Αίγινα, από το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες" όπως μας έλεγε ο Λιαντίνης. Ζούμε σε μία χώρα, την οποία δεν μπορούμε να την δούμε. Περπατάμε τυφλοί στις ακρογιαλιές και δεν ακούμε το θρόισμα της δάφνης. Έτσι μας έμεινε και ανέκδοτο, το μεγαλύτερο ποίημα του εθνικού μας ποιητή, του Δ. Σολωμού: Κάθε ρείθρο ερωτεμένο, κάθε αύρα καθαρή, κάθε δέντρο εμψυχωμένο με το φλίφλισμα ομιλεί.
Κι` όπου πλέον μοναχιασμένοι είναι οι βράχοι σιγαλοί Μ ή ν ι ν ά ε ι δ ε θε ν` ακούσεις να σου ψάλλει μια φωνή.
Και συ ακόλουθα τον στίχο .............................. για να ιδείς, αν γνωρίζει τη φωνή σου ο τυφλός ο ποιητής.
Έτσι έφτασε και στην τραγική διαπίστωση ένας άλλος μεγάλος μας ποιητής. Ο Κ. Παλαμάς:
Των Ελλήνων την πατρίδα/ βάρβαροι την ατιμάζουν! Όπου ανθοπετούσαν οι Έρωτες/ παραδέρνει η νυχτερίδα. Στη νυχτιά μας μια πυγολαμπίδα,/ των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει, κ’ είναι μια νυχτιά που δεν τη διώχνεις,/ του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα! Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν/ βάρβαροι από βάθη και από ύψη. Κι όταν, μ’ ένα τρίσβαθο ωχ!/ των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε: "Είσαι συ ο ξανθός Απόλλωνας;" / Αποκρίνεσαι:- "Ειμ’ εγώ ο Μολώχ!".
Ένα τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου για την Ελλάδα.
Πάντα επίκαιρο....
Ερμηνεύει η Χάρις Αλεξίου με τον συνθέτη στο πιάνο.
Από την εκπομπή της ΕΡΤ "Μουσική βραδυά" (1976) με τον Γιώργο Παπαστεφάνου.
Οι στίχοι είναι επίσης του Γ. Μαρκόπουλου.
Το τραγούδι πρωτοκυκλοφόρησε στον δίσκο 'Ανεξάρτητα" (1975).
Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια
για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω πάψε να με κυβερνάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω πάψε να με τυραννάς
Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς
χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου
στη ζωή μου κι η ομορφιά σου
μου γιατρεύει τους καημούς
ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις
μιά ιστορία πως ήταν τότες
η μανούλα μας παλιά
έπεφτε ξύλο σα γινόταν φασαρία
ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου σπαράζεις την καρδιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου πληγώνεις τη χαρά
Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι
τη κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ
η μητέρα είπε ήταν ένα κοριτσάκι
που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
τα άνθη στόλιζαν το αγέρωχο κεφάλι
μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου΄χεις φάει τη ψυχή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί
Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ΄τα κουρέλια του φαινότανε
οι πληγές κι αν μας χτυπάει με μανία
και φωνάζει τη βάζουν άλλοι
με συμφέροντα πολλά το όνειρο
που φεύγει την τρομάζει
να αναζητάει μιά χαμένη ελευτεριά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα στο καμίνι της φωτιάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα πες μας πάλι τί ζητάς
Δικαιώματα: ΕΡΤ Α.Ε.
Έτσι την ψυχή μας την δονούν πράγματα που διδαχτήκαμε σαν όμορφα, ενώ μας αφήνουν αδιάφορους οι πραγματικές ομορφιές τούτου του κόσμου.
Έτσι και πνευματικά μας συγκινεί το εύκολο και το ρηχό, αποφεύγοντας το δύσκολο, το βαθύ, νοιώθοντας μάλιστα απέναντί του όχι κατωτερότητα, αλλά περιφρόνηση.
Ένα παράδειγμα για την πνευματική ερήμωση, είναι η περιφρόνηση του σύγχρονου κάτοικου της Ελλάδας, για την φιλοσοφία ή για την κορυφαία παραγωγή του ανθρώπινου πνεύματος, την τραγωδία.
Αυτό το πνεύμα που είναι συνδεδεμένο με τούτο τον τόπο, σε τέτοιο βαθμό, όπως η πνοή κρατά ζωντανό το σώμα ενός ανθρώπου και όπως το σώμα συντηρεί την πνοή.
Στον αντίποδα των τουριστών της Μυκόνου, των χοιρογρυλίων και της ανθρώπινης αποσύνθεσης, υπάρχει ένας άλλος μεγάλος αριθμός, πραγματικών προσκυνητών σε αυτό τον τόπο.
Ένας από αυτούς είναι ο Γκι Ρασέ, ο οποίος στην εισαγωγή του βιβλίου του "Προσκυνητής στην αρχαία Ελλάδα" θα γράψει: "Στην Ελλάδα πρέπει να καταφεύγουμε με το ίδιο πάθος και ενθουσιασμό με τα οποία ο προσκυνητής του μεσαίωνα ξεκινούσε για την Παλαιστίνη. Το ταξίδι στην Ελλάδα, είναι το προσκύνημα της ψυχής στις πηγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σε αυτόν τον άγιο τόπο όπου γεννήθηκε το κύτταρο που εξέθρεψε τον δυτικό κόσμο."
Η περίπτωση του Γκι Ρασέ, είναι η περίπτωση των "άλλων ταξιδιωτών", που δεν τους πολυκαταλαβαίνει ο μέσος άνθρωπος τούτης της χώρας.
Είναι από εκείνους που στέκονται στην ουρά για την είσοδο στους αρχαίους χώρους, τους οποίους μάλιστα συχνά βρίσκουν κλειστούς, εκείνους που δεν ανεβαίνουν στα μπαρ της Μυκόνου, μα ψάχνουν μία ήσυχη ακρογιαλιά για να ακούσουν εκείνη την υπέροχη μουσική της πανάρχαιης ελληνικής θάλασσας που έλεγε ο Ρίλκε, είναι εκείνοι που δεν κυλιούνται τα ξημερώματα στα σοκάκια της Ρόδου, μα παίρνουν το πρωινό τους απέναντι από την αρχαία αγορά συντροφιά με ένα βιβλίο. Εκείνους τους παράξενους ταξιδιώτες, ο μέσος κάτοικους τούτου του τόπου, ακριβώς όπως κάθε τι πνευματικό, τους περιφρονεί, μην μπορώντας να τους κατανοήσει.
Αλλά εγώ θα σας μεταφέρω την αρχή και το τέλος τους βιβλίου ενός από αυτούς τους παράξενους ταξιδιώτες.
Από εκείνους που έρχονται σαν προσκυνητές και όχι σαν βάρβαροι επιδρομείς σε τούτη την ιερή γη.
Και δυστυχώς θα δείτε ότι αυτός ο άνθρωπος βλέπει σε αυτό τον τόπο, εικόνες που δεν τις βλέπει ο νους του μέσου κάτοικου της Ελλάδας.
Ένας κάτοικος της χώρας που βλέπει σημαντικά, όσα βλέπει σημαντικά και ο βάρβαρος επιδρομέας.
Πως ξεκινά ο συγγραφέας; Με την επίσκεψη στην Κέρκυρα: "Ούτε το λιμάνι, ούτε η πόλη της Κέρκυρας είναι δυνατόν να τραβήξουν την προσοχή. Θα χρειαστεί να πάει κανείς ως το κανόνι, από όπου έχει υπέροχη θέα στο νησάκι του Οδυσσέα και σε όλο το παλιό λιμάνι με τα κρυσταλλένια νερά, ή να διαβεί τις δασοσκέπαστες πλαγιές της Παλαιόπολης αναζητώντας την αρχαία Κέρκυρα, για να συνειδητοποιήσει την ομορφιά αυτού του νησιού.Από τη μια απλώνεται η θάλασσα, η Ελληνική θάλασσα που αστράφτει στο φως, και από την άλλη οι γαλαζωποί λόφοι σπαρμένοι με κυπαρίσσια που όμοιά τους σε ομορφιά δεν βρίσκεις πουθενά αλλού."
Οι δύο πρώτες εικόνες που θαυμάζει ο βάρβαρος, είναι το λιμάνι με τα καφέ και η πόλη με τα μπαρ και τα μαγαζιά.
Αυτά ακριβώς τα παραβλέπει ο προσκυνητής.
Εκείνος ψάχνει την ελληνική ομορφιά.
Εκείνη την ομορφιά που θέα της ενέπνευσε τον Έλληνα.
Ο Γκι Ρασέ στην συνέχεια θα ψάξει να βρει τον τόπο που έφτασε ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων.
Εκεί θα θυμηθεί τις περιγραφές του Ομήρου και την Ναυσικά να γλυκοτραγουδά.
Στην συνέχεια με παρόμοιο τρόπο, ο Γάλλος επισκέπτης θα περιηγηθεί στην δυτικά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο, στην Στερεά, στην Θεσσαλία, θα περάσει τον θεϊκό Όλυμπο, για να καταλήξει στην Θεσσαλονίκη.
Στο τέλος του βιβλίου, θα σας μεταφέρω και πάλι τις εντυπώσεις, οι οποίες θα ξαφνιάσουν και πάλι τα αυτιά κάθε Ρωμιού.
Έτσι τελειώνει στις δύο τελευταίες σελίδες ο Γκι Ρασέ:
"Η Θεσσαλονίκη, τελευταίος σταθμός του προσκυνήματος στην Ελλάδα πριν περάσουμε σε έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο, τον κόσμο των Σλάβων, είναι η ελληνική πόλη με τα περισσότερα βυζαντινά κατάλοιπα.
Ο αναγνώστης θα εκπλαγεί ίσως, επειδή στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού δεν αναφέρθηκα στα βυζαντινά κατάλοιπα της Χαλκίδας, στα Μετέωρα, στο άγιο όρος κλπ...
Δεν μίλησα για το Βυζάντιο, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν είναι Ελλάδα, είναι μάλλον η άρνηση της Ελλάδας.
Παρατηρήστε αλήθεια την ιεραρχημένη βυζαντινή αυλή, με τους χίλιους τίτλους που μας φαίνονται σαν παιδιαρίσματα, τη δυσκίνητη δημόσια διοίκηση με τα πλήθη των υπαλλήλων, σε πλήρη αντίθεση προς την απλότητα και την ευκαμψία της διακυβέρνησης των δημοκρατιών ή και των ελληνιστικών βασιλείων.
Παρατηρήστε όλη αυτή την επίδειξη, τον δεσποτισμό των αυτοκρατόρων, τον φανατισμό που αποτελεί την τη συνηθέστερη εκδήλωση σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής ιστορίας.
Τη διαμάχη των εικονοκλαστών, που ήταν μια παραφροσύνη ανάμεσα στις τόσες άλλες, εκείνη την σκληρότητα, την βαρβαρότητα, το αίμα που ρέει και κηλιδώνει την ιστορία του Βυζαντίου. απ' αρχής μέχρι τέλους, εκείνες τις μηχανορραφίες, τις επαναστάσεις του παλατιού, πάντοτε θηριώδες και φοβερές.
[Αρκεί να διαβάσει κάποιος την χρονογραφία του Ψελλού, η οποία εντούτοις, περιγράφει μικρή μόνον χρονική περίοδο της Βυζαντινής ιστορίας. Δεν συναντούμε σε αυτήν τίποτε άλλο, παρά μόνον, εξεγέρσεις, συνωμοσίες, δολοφονίες, εξορύξεις οφθαλμών κλπ].
Τίποτε άλλο δεν υπάρχει που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση προς το ελεύθερο και φωτεινό πνεύμα της Αθήνας από όλα όσα προαναφέραμε.
Συγκρίνετε αυτόν τον Παντοκράτορα Χριστό, τον τόσο τυπικά και θλιβερά βυζαντινό, με τα κοίλα, υπερμεγέθη μάτια, μαύρα όπως ο θάνατος, με το σκυθρωπό και κάτωχρο πρόσωπο, συγκρίνετέ τον με οποιαδήποτε μορφή του Ερμή, του Απόλλωνα ή του Διόνυσου, που ακτινοβολούν από ζωή, ομορφιά, ισορροπία και αρμονία και θα καταλάβετε τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την ελληνική από την βυζαντινή ψυχή.
Είναι ο θρίαμβος της ζωής και του καθαρού λόγου, απέναντι στο θρίαμβο του θανάτου και του ανατολίτικου μυστικισμού.
Είναι η ψυχή η ξαναμμένη από την ομορφιά, την καλλιτεχνική δημιουργία, την αγάπη για την ζωή, απέναντι σε μια φτωχή και αποστειρωμένη ψυχή, συντεθλιμμένη από μια θρησκεία του θανάτου και του πόνου, μια θρησκεία που περιφρονεί τον άνθρωπο, την φύση, τη ζωή και οτιδήποτε γήινο, όλα δηλαδή όσα κάνουν την ζωή μας να αξίζει.
Η Αθήνα είναι η αξεπέραστη κορωνίδα του πολιτισμού με όλες τις αξίες που αυτός περιέχει, είναι ο θρίαμβος του κάλλους, η κατ' εξοχήν πατρίδα του τίμιου ανθρώπου, του "καλού κ' αγαθού."
Το Βυζάντιο είναι ο θρίαμβος των βαρβαροτήτων της ανατολής, ο θρίαμβος της πιο ανήθικης ιδέας που ταλαιπώρησε τον άνθρωπο, ότι δηλαδή η Γη είναι μια κοιλάδα δακρύων, ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται σε έναν νεφελώδη και υποθετικό ουράνιο κόσμο και ότι η ζωή δεν είναι παρά μια προετοιμασία για τον θάνατο.
Η Βυζαντινή λογοτεχνική παραγωγή είναι εξαιρετικά φτωχή και απογοητευτική.
Σε έναν Ηρόδοτο, σε έναν Θουκυδίδη, έναν Πολύβιο οι μόνοι που έχει να αντιπαρατάξει το βυζάντιο είναι ο Προκόπιος, ο Ψελλός και ο Φώτιος.
Στον Ισοκράτη και τον Δημοσθένη, ο Νικηφόρος Γρηγοράς.
Στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο, ο Δημήτριος Κυδωνιεύς.
Στον Πλούταρχο, ο Μάρκος ο Διάκονος...
Δεν τολμώ να αναφέρω τον Όμηρο...
Τα χάνει κανείς μπροστά σε τόση ευτέλεια και ελαφρότητα.
Επιπλέον παρατηρείται παντελής έλλειψη πρωτότυπης σκέψης και ολοκληρωτική απουσία του θεάτρου και της μεγάλης "κοσμικής" ποίησης.
Αν εξαιρέσουμε τον Πλήθωνα, πλατωνιστή του 15ου αιώνα, που είναι ο μόνος βυζαντινός ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί στοχαστής, δεν βλέπω παρά μόνο τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που υπήρξε αναμφίβολα μέγας ρήτορας, αλλά που η φιλοσοφική του σκέψη περιορίζεται στην ηθική της κατήχησης."
Σε αυτές τις τελευταίες σελίδες του Ρασέ, κρύβετε το δράμα του εκβαρβαρισμού μας. Αυτή η αδυναμία λόγω της κακής μας παιδείας, ώστε να μπορούμε να ξεχωρίσουμε "τον πάμφωτο ναό της Αφαίας στην Αίγινα, από το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες" όπως μας έλεγε ο Λιαντίνης. Ζούμε σε μία χώρα, την οποία δεν μπορούμε να την δούμε. Περπατάμε τυφλοί στις ακρογιαλιές και δεν ακούμε το θρόισμα της δάφνης. Έτσι μας έμεινε και ανέκδοτο, το μεγαλύτερο ποίημα του εθνικού μας ποιητή, του Δ. Σολωμού: Κάθε ρείθρο ερωτεμένο, κάθε αύρα καθαρή, κάθε δέντρο εμψυχωμένο με το φλίφλισμα ομιλεί.
Κι` όπου πλέον μοναχιασμένοι είναι οι βράχοι σιγαλοί Μ ή ν ι ν ά ε ι δ ε θε ν` ακούσεις να σου ψάλλει μια φωνή.
Και συ ακόλουθα τον στίχο .............................. για να ιδείς, αν γνωρίζει τη φωνή σου ο τυφλός ο ποιητής.
Έτσι έφτασε και στην τραγική διαπίστωση ένας άλλος μεγάλος μας ποιητής. Ο Κ. Παλαμάς:
Των Ελλήνων την πατρίδα/ βάρβαροι την ατιμάζουν! Όπου ανθοπετούσαν οι Έρωτες/ παραδέρνει η νυχτερίδα. Στη νυχτιά μας μια πυγολαμπίδα,/ των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει, κ’ είναι μια νυχτιά που δεν τη διώχνεις,/ του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα! Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν/ βάρβαροι από βάθη και από ύψη. Κι όταν, μ’ ένα τρίσβαθο ωχ!/ των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε: "Είσαι συ ο ξανθός Απόλλωνας;" / Αποκρίνεσαι:- "Ειμ’ εγώ ο Μολώχ!".
Πάντα επίκαιρο....
Ερμηνεύει η Χάρις Αλεξίου με τον συνθέτη στο πιάνο.
Από την εκπομπή της ΕΡΤ "Μουσική βραδυά" (1976) με τον Γιώργο Παπαστεφάνου.
Οι στίχοι είναι επίσης του Γ. Μαρκόπουλου.
Το τραγούδι πρωτοκυκλοφόρησε στον δίσκο 'Ανεξάρτητα" (1975).
Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια
για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω πάψε να με κυβερνάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω πάψε να με τυραννάς
Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς
χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου
στη ζωή μου κι η ομορφιά σου
μου γιατρεύει τους καημούς
ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις
μιά ιστορία πως ήταν τότες
η μανούλα μας παλιά
έπεφτε ξύλο σα γινόταν φασαρία
ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου σπαράζεις την καρδιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου πληγώνεις τη χαρά
Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι
τη κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ
η μητέρα είπε ήταν ένα κοριτσάκι
που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
τα άνθη στόλιζαν το αγέρωχο κεφάλι
μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου΄χεις φάει τη ψυχή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί
Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ΄τα κουρέλια του φαινότανε
οι πληγές κι αν μας χτυπάει με μανία
και φωνάζει τη βάζουν άλλοι
με συμφέροντα πολλά το όνειρο
που φεύγει την τρομάζει
να αναζητάει μιά χαμένη ελευτεριά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα στο καμίνι της φωτιάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα πες μας πάλι τί ζητάς
Δικαιώματα: ΕΡΤ Α.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου