Και μόνοι με τον ορίζοντα.
Τα κύματα έρχονται απ’ την αόρατη Ανατολή, ένα ένα, υπομονετικά.
Φτάνουνε μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα.
Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ…
Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει.
Έτσι θα 'πρεπε ν’ αγαπώ, πιστά και φευγαλέα.
Σμίγω με τη θάλασσα.
[...]
Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους
παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες
οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα.
Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με τη νύχτα!
Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς.
Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η ίδια.
Τι λέει το κύμα;
Αν θα 'πρεπε να πεθάνω
περιστοιχισμένος από κρύα βουνά, αγνοημένος από τον κόσμο, δίχως την
αγάπη των δικών μου, εξουθενωμένος τέλος, η θάλασσα, την ύστατη στιγμή,
θα γέμιζε το κελί μου, θα ερχόταν να με συγκρατήσει πάνω από το είναι
μου και να με βοηθήσει να πεθάνω χωρίς μίσος.
[...]
Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά.
Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο,
μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε
ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ’ ακαταμάχητα
θέλγητρα.
Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο
άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει
άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου;
Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας.
Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας.
Αλμπέρ Καμύ «Το καλοκαίρι»
Μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν. Εκδόσεις Πατάκη, 1996