Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Το «1922» στην ελληνική ιστορία και η απαγόρευση του κινηματογραφικού έργου του Νίκου Κούνδουρου

Η Ελλάδα- κράτος λογοκρισίας και το «1922»

Διαβάζοντας το «1984» του Τζορτζ Όργουελ μπορεί ένας πολίτης και ειδικότερα ένας Έλληνας πολίτης να κατανοήσει πως λειτουργεί ένα κράτος, το οποίο  πέραν των άλλων, θέλει να ελέγξει ακόμη και την ιστορία.

Το 1922 και ότι αυτό συνεπάγεται για τη Γενοκτονία, την καταστροφή της Σμύρνης, την προσφυγιά, αποτελεί μία σημαντική τομή στην νεώτερη ελληνική ιστορία. Είναι ίσως χειρότερο από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως έχει γραφεί, αφού κόπηκε η οικουμενική διάσταση του Ελληνισμού με την απώλεια ανθρώπων και τόπων της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Θράκης. 

Η στάση του ελλαδικού κράτους έναντι αυτής της απώλειας αγγίζει το κράτος του Όργουελ, αφού κάθε αναφορά, κάθε δραστηριότητα, κάθε βιβλίο, κάθε κινηματογραφική ταινία απαγορεύτηκε, λογοκρίθηκε, αποσιωπήθηκε, ενώ ακόμη και προσφυγικοί σύλλογοι έκλεισαν ως επικίνδυνοι για το καθεστώς. 

Η σύναψη συμφώνου φιλίας με την Τουρκία, η πρόταση για Νόμπελ Ειρήνης  στον δάσκαλο του Χίτλερ Μουσταφά Κεμάλ, η απόδοση της δήθεν οικίας του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη στο τουρκικό δημόσιο,  η τιμή στο μαυσωλείο του εμπρηστή της Σμύρνης Κεμάλ από πρωθυπουργούς και υπουργούς της Ελλάδας, η απαγόρευση ερευνών για τη Γενοκτονία (περίπτωση Πολυχρόνη Ενεπεκίδη), η απαγόρευση βιβλίων (περιπτώσεις Τατιάνας Γκρίτση -Μιλλέξ, Αλέξανδρου Διομήδη), η υπονόμευση της αναγνώρισης της Γενοκτονίας, είναι μερικές από τις συνιστώσες της στάσης απαγόρευσης της μνήμης της καθ΄ημάς Ανατολής και της ολοκληρωτικής λογοκρισίας που επέβαλλε το ελλαδικό κράτος. 

Μία κορυφαία στιγμή της πολιτικής αυτής επιλογής που προσπάθησε να εξαφανίσει τη μνήμη και την ιστορία αποτελεί και η απαγόρευση προβολής του κινηματογραφικού έργου «1922» του Νίκου Κούνδουρου. 





Ο θάνατος του  Έλληνα δημιουργού έφερε ξανά στο προσκήνιο τη διαδρομή που ακολούθησε το κινηματογραφικό του έργο, το οποίο βασισμένο  στο έργο του Ηλία Βενέζη «Νούμερο 31328»-  το «Άουσβιτς εν ροή» όπως  αποκάλεσε ο Ενεπεκίδης  τα τάγματα εργασίας- κατέγραψε τη Γενοκτονία, τις διώξεις, την καταστροφή, το προσφυγικό. 


Ο Νίκος Κούνδουρος θυμάται την πορεία της κινηματογραφικής του ταινίας λέγοντας  τα εξής: 
«1922. Μια ιστορία μνήμης. Ήταν η ώρα που το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου σε μία ευλογημένη στιγμή της ύπαρξης του, λειτούργησε δημιουργικά και έξυπνα. Μας κάλεσε ο τότε πρόεδρος του, τον Κακογιάννη, τον Δημόπουλο και την αφεντιά μου και μας είπε «κάνετε ότι θέλετε». Και αυτό το «κάνετε ότι θέλετε» ξύπνησε μέσα μου ευφορία. 

Ήθελα να καταθέσω ένα ειλητάρι στην μνήμη της Μικρασιατικής οδύνης, όπως εγώ την έζησα μέσα από μια κοπελιά που είχε μαζέψει η μάνα μου από τις Χαμένες Πατρίδες. 

Δανείσθηκα το βιβλίο του Βενέζη, το «Νούμερο 31328» και έφτιαξα το δικό μου νούμερο, το «1922».


 
Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ), αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ο δρόμος προς τις κινηματογραφικές αίθουσες θα ήταν χωρίς εμπόδια.
Επί  Κωνσταντίνου Καραμανλή απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας επειδή το  Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας διαμαρτυρήθηκε  αναφέροντας  ότι τέτοιες ταινίες δυναμιτίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
 Ο Κούνδουρος όμως πήρε αντίγραφο  του έργου, το οποίο προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1978, λαμβάνοντας τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας (Νίκος Κακαβουδάκης) Α' Ανδρικού (Βασίλης Λάγγος) και Α' Γυναικείου ρόλου (Ελεωνόρα Σταθοπούλου).

Η ταινία είχε την ίδια τύχη και με τις  κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, αφού το 1982, όπως γράφει  ο κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Πισσαλίδης, το έργο επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης. Όμως λίγο πριν την προβολή  επενέβη το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, το οποίο με εντολή από την Αθήνα κατάσχεσε την ταινία, η οποία τελικώς αποδόθηκε στο δημιουργό της μόνο μετά από την  παρέμβαση του τότε  Υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Καψή. 
 Δεν μας εκπλήσσει η παραπάνω πράξη του ελλαδικού κράτους τόσο για την ταινία, όσο και για ανάλογα ζητήματα, εάν θυμηθούμε μόνο την  στάση του όταν επρόκειτο  να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τη Γενοκτονία. 
Για έσχατο αλλά όχι τελευταίο οφείλω να αναφέρω μία  προσωπική εμπειρία για την ταινία του αείμνηστου Νίκου Κούνδουρου: Αυτή δεν την είδα ποτέ στην ιδιαίτερη μου πατρίδα τη Θράκη αφού για τους παραπάνω προφανείς και  ευνόητους λόγους απαγορεύτηκε  και εκεί η προβολή της ...... 







Θ. Μαλκίδης
Θ. Μαλκίδης
πηγή
http://malkidis.blogspot.gr/2017/02/1922.html

                      Δείτε την ταινία του Νίκου Κούνδουρου 





ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΜΟΥ
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ 1956

Το συγκεκριμένο επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΜΟΥ» φιλοξενεί τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο, ο οποίος αυτοπαρουσιάζεται εστιάζοντας την αφήγησή του στο 1956, χρονιά προβολής της ταινίας του «Ο Δράκος». 
 Με σημείο αναφοράς την ταινία, η οποία υπήρξε σταθμός για τον ελληνικό κινηματογράφο, ο Ν. Κούνδουρος μιλά για την εποχή που γυρίστηκε, για τις διώξεις των κομμουνιστών και την αλλαγή του τοπίου της Αριστεράς με την ανάληψη της εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση από τον Νικίτα Χρουστσόφ και την απομάκρυνση του Νίκου Ζαχαριάδη από την ηγεσία του ΚΚΕ. 
Παράλληλα αναφέρεται στον κεντρικό ήρωα της ταινίας, «τον πανικόβλητο Ρωμιό της εποχής», που ενσαρκώνει ο Ντίνος Ηλιόπουλος, στην κακή υποδοχή που της επιφύλαξε η κριτική, αλλά και στην απήχηση που είχε στα λαϊκά στρώματα.  
 Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκπομπής παρεμβάλλονται πλάνα από την ταινία «Ο Δράκος» και αρχειακό οπτικό υλικό με γεγονότα της εποχής, όπως η προικοδότηση απόρων κορασίδων από το βασιλικό ζεύγος, οι διαμαρτυρίες για τη σύλληψη και απαγωγή του εθνάρχη Κύπρου Μακαρίου, η διανομή δώρων σε μικρά παιδιά από την Οργάνωση των Πυθαγορείων των ΗΠΑ κ.ά.

Σενάριο-σκηνοθεσία:
ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΒΟΤΣΟΣ

Έτος παραγωγής: 2003

Δείτε περισσότερα στο http://archive.ert.gr

http://archive.ert.gr/8233/




Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Αποσπάσματα από τις σκέψεις του Wassily Kandinsky στο βιβλίο του Για το Πνευματικό στην Τέχνη (1910)

«Το Χρώμα είναι τα πλήκτρα, τα μάτια είναι τα σφυριά, η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές. Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που παίζει, ακουμπώντας το ένα ή το άλλο πλήκτρο (=φόρμα), τη μία νότα μετά την άλλη, για να δημιουργήσει δονήσεις στην ψυχή».[1]

Wassily Kandinsky, Σύνθεση, 1923

Σύμφωνα με τον Καντίνσκυ το χρώμα εμπεριέχει μία δύναμη που είναι τεράστια, μία δύναμη η οποία μπορεί να επηρεάσει όλο το ανθρώπινο σώμα.
Ο Καντίνσκυ πίστευε ότι το χρώμα, όπως ο ήχος, προκαλεί συναισθήματα. Μαζί με τα άλλα μορφολογικά στοιχεία (γραμμή, σχήμα, υφή, κ.ά.) το χρώμα, όπως και η μουσική, είναι μία γλώσσα, η οποία έχει το δικό της τρόπο να επικοινωνεί με όλους.
«Όχι δίχως λόγο είναι π.χ. γενικά συνηθισμένο να χαρακτηρίζονται σχέδια υφασμάτων ως εύθυμα, σοβαρά, καταθλιπτικά, ζωηρά, με τα ίδια δηλαδή επίθετα, τα οποία χρησιμοποιούν πάντοτε οι μουσικοί (allegro, serioso, grave, vivace, κ.ο.κ.) για να καθορίσουν την εκτέλεση ενός κομματιού»[2].
Πίστευε ότι κάθε χρώμα, ή μάλλον αισθανόταν ότι κάθε χρώμα είχε έναν εγγενή χαρακτήρα, ο οποίος προσδιοριζόταν από τη σχέση του με το αντίθετο χρώμα. Για παράδειγμα θετικό/αρνητικό όπως λέμε μινόρε/ματζιόρε, ελάσσον/ήσσον, θερμό/ψυχρό, ενεργητικό/παθητικό, θηλυκό/αρσενικό. Πίστευε δε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά, σε ένα εσωτερικό, διαισθητικό επίπεδο και σε ορισμένους συνδυασμούς, μπορούσαν να μεταδώσουν ένα συναίσθημα ή μία ιδέα στο θεατή. Η μορφή είναι η εξωτερίκευση του εσωτερικού περιεχομένου.[3]

Μιλώντας γενικά,  θερμό ή ψυχρό σημαίνει ένα χρώμα, το οποίο αντίστοιχα τείνει προς το κίτρινο ή το μπλε.
Αυτή η διαφορά ουσιαστικά είναι στηριγμένη στο πόσο υλική ή στο πόσο πνευματική είναι η ποιότητα του χρώματος.
 Τα θερμά χρώματα έρχονται ΠΡΟΣ το θεατή. Τα ψυχρά απομακρύνονται ΑΠΟ το θεατή.
Η σχέση της Μουσικής με τη Ζωγραφική, η σχέση του ήχου και του χρώματος, στηρίζονται στη θεωρία που ο Καντίνσκυ ονομάζει συναισθησία (synaesthesia). Είναι αυτή η συναισθητική εντύπωση που σαν αισθητήρας μεταφέρει στην ψυχή μία δόνηση, όπως ο ήχος από καλά παιγμένα βιολιά, που δονεί όλα τα μέρη και τις ίνες της ψυχής.

Ο Καντίνσκυ ήταν και μουσικός, έτσι είχε τις δικές του εμπειρίες.
Το χρώμα, έγραφε,  είναι «τα πλήκτρα και είναι δουλειά του καλλιτέχνη να κάνει την ευαίσθητη ψυχή να δονείται με αυτό ή τον άλλον ήχο».
Η συναισθησία  (ή συνήχηση)[4] είναι το φαινόμενο κατά το οποίο οι αισθήσεις όχι μόνο δεν δρουν διαφορετικά η μία από την άλλη, αλλά άμεσα μεταφέρουν τις αντιδράσεις η μία της άλλης, έτσι ώστε κάποιος να «ακούει» το χρώμα και να «βλέπει» τους ήχους.
Η συναίσθηση γίνεται αντιληπτή όταν κανείς προσεγγίσει τη φύση όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά.

Παραθέτουμε μερικές σημειώσεις για τη Φύση των Χρωμάτων

ΚΙΤΡΙΝΟ
Θερμό, διεγερτικό, ενοχλητικό για τους ανθρώπους, τυπικά γήινο, αντιπροσωπεύει την τυφλή τρέλα, τη φρενίτιδα, την κατάληψη της μανίας. Δυνατές, οξείες τρομπέτες, φανφάρες.[5]

ΚΟΚΚΙΝΟ
Ζεστό, πολύ ζωντανό, ζωηρό, ανήσυχο, με τεράστια ενσυνείδητη δύναμη. Το ανοικτό ζεστό κόκκινο εγείρει συναισθήματα δύναμης, ενεργητικότητας, δραστηριότητας, αποφασιστικότητας, χαράς, θριάμβου. Θυμίζει τον ήχο από φανφάρες, ενώ συνηχεί και η τούμπα ως πείσμων, φορτικός, δυνατός τόνος.
ΜΠΛΕ
Βαθύ, ήρεμο, εσωτερικό, όσο βαθύτερο τόσο καλεί τον άνθρωπο στο άπειρο. Είναι το χρώμα του ουρανού, έτσι όπως τον φανταζόμαστε όταν ακούμε τον ήχο της λέξης «ουρανός».
Όσο βυθίζεται στο μαύρο, προσλαμβάνει την παρήχηση μιάς μη ανθρώπινης θλίψης. Όταν μεταβαίνει προς το ανοιχτό, γίνεται απόμακρο και αδιάφορο, όπως ο απέραντος γαλάζιος ουρανός.
Το ανοιχτό μπλε ηχεί σαν τον αυλό ενώ το σκούρο σαν το τσέλο. Το μπλε όσο βαθαίνει τόσο μοιάζει με τους εξαίσιους ήχους ενός κοντραμπάσο. Σε βαθύτερη, πιο πανηγυρική μορφή, ο ήχος του μπλε μπορεί να παραβληθεί με εκείνον ενός μπάσο αρμόνιο.[6]

ΛΕΥΚΟ
Ένα μη χρώμα, είναι σαν μία μεγάλη σιωπή.
Είναι ένα τίποτα που είναι νεαρό. Έτσι ηχούσε ίσως η γη στις λευκές εποχές της περιόδου των πάγων.
Το χρώμα της καθαρής χαράς και της άσπιλης αγνότητας.
Ηχεί εσωτερικά σαν ένας μη ήχος, αντιστοιχεί στις παύσεις στη μουσική, που διακόπτουν, πρόσκαιρα μόνον, την ανάπτυξη ενός μέρους.[8]

ΜΑΥΡΟ
Ένα τίποτε δίχως δυνατότητες. Ένα νεκρό τίποτε μετά το σβήσιμο του ήλιου, σαν μία αιώνια σιωπή δίχως μέλλον κι ελπίδα.
Μουσικά αντιστοιχεί σε μία ολοκληρωτική παύση. Ο κύκλος έκλεισε. Το μαύρο είναι κάτι που έχει εκλείψει, κάτι ακίνητο, σαν ένα πτώμα.
Το μαύρο είναι το χρώμα (μη χρώμα με την έννοια της χροιάς) του βαθύτερου πένθους και σύμβολο του θανάτου.
Εξωτερικά στερείται ήχου και για αυτό πάνω του ηχεί εντονότερα κάθε άλλο χρώμα ακόμα και εκείνο που ηχεί ασθενέστατα.[9]

ΓΚΡΙ
Η ισορροπία του άσπρου και του μαύρου. Στερείται ήχου και κίνησης. Είναι η ακινησία που είναι απαρηγόρητη. Όσο πιο σκούρο τόσο πιο αποπνικτικό. Ανοιχτότερο έχει μία δυνατότητα αναπνοής.[10]

ΠΡΑΣΙΝΟ
Ανάμιξη του μπλε με κίτρινο
Σταθερό, ειρηνικό, μα με κρυμμένη δύναμη, παθητικό
Είναι το χρώμα του καλοκαιριού όπου η φύση έχει ξεπεράσει τη θυελλώδη και ορμητική περίοδο της χρονιάς, την άνοιξη, και έχει βυθιστεί σε μία όλο ικανοποίηση ηρεμία. «Είναι το πράσινο αυτό όπως μία χοντρή, υγιέστατη ξαπλωμένη ακίνητη αγελάδα, η οποία μηρυκάζοντας παρατηρεί τον κόσμο με ηλίθιο, απαθές βλέμμα».
Ηχεί σαν τους ήρεμους, μακρόσυρτους, μέσου βάθους, ήχους βιολιού.[7]


ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
Ανάμιξη του κόκκινου με το κίτρινο.
Μοιάζει με τον πεπεισμένο για τις δυνάμεις του άνθρωπο και προκαλεί μία ιδιαίτερη υγιή αίσθηση. Είναι το χρώμα του πλούτου.
Ηχεί σαν μεσαία καμπάνα εκκλησίας που καλεί για προσευχή ή σαν μία δυνατή γέρικια φωνή, σαν ένα παλιό βιολί πoυ τραγουδάει σε λάργκο.[13]

ΒΙΟΛΕ
Ανάμιξη του μπλε και του κόκκινου.
Έχει την τάση να απομακρύνεται από τον άνθρωπο. Έχει κάτι αρρωστημένο, σβησμένο, κάτι θλιμμένο εντός του. Είναι το κατάλληλο για ενδύματα ηλικιωμένων γυναικών. Οι Κινέζοι το χρησιμοποιούν ως χρώμα των ενδυμάτων του πένθους.
Ηχεί σαν το αγγλικό κόρνο, τη φλογέρα, και στο βάθος, μοιάζει με τους βαθείς ήχους των ξύλινων πνευστών π.χ ενός φαγκότο.

ΡΟΖ 
Ανάμιξη του κόκκινου με άσπρο. 
Ψυχρό, σαν νεανική, αγνή χαρά, σαν δροσερή άσπιλη μορφή κοριτσιού.
Ηχεί σαν διαυγείς, κελαϊδιστοί ήχοι βιολιού. [11]      
                                                                                                                                   ΚΑΦΕ
Ανάμιξη του κόκκινου με μαύρο.
Είναι αμβλύ, σκληρό, ελάχιστα ικανό για κίνηση. Όμως από τα βάθη του, το  κόκκινο αναδύεται ακόμα δυνατό και βίαιο.
Το καφέ που κοκκινίζει ηχεί σαν την τούμπα και μπορεί να παραλληλισθεί με δυνατές τυμπανοκρουσίες.[12]

-----------------------------------------------------------------------------------


Οι τίτλοι που έδινε στα έργα του ο Καντίνσκυ δεν ήταν τυχαίος. Προέρχονταν από τρεις διαφορετικές πρωταρχικές-γεννεσιουργές πηγές.
1.τις άμεσες εντυπώσεις από την «εξωτερική φύση», οι οποίες εκφράζονται με σχεδιαστικές-ζωγραφικές φόρμες, τις ονόμασε «Eντυπώσεις» (Ιmpressionen).
2.τις κυρίως ασυνείδητες εκφράσεις, εκείνες οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους βγήκαν ξαφνικά, δηλαδή εκφράσεις διαδικασιών εσωτερικού χαρακτήρα, εντυπώσεις επομένως από την «εσωτερική φύση», τις ονόμασε «Αυτοσχεδιασμούς» (Improvisationen).
3.τις διαμορφωμένες εντός του εκφράσεις, εκείνες τις οποίες εξετάζει και επεξεργάζεται για  πολύ καιρό και σχεδόν σχολαστικά μετά από τα πρώτα σχέδια , τις ονόμασε «Σύνθεση» (Komposition).

Και όπως επεξηγεί ο ίδιος «καθοριστικό ρόλο παίζει εδώ ο Λόγος, το Συνειδητό, το Σκόπιμο, το Επωφελές (=χρώματα ή ήχοι που συνηχούν όμορφα)» [14], μία επεξήγηση που πρέπει να καταλάβουμε καλά, για να αντιληφθούμε τις προηγούμενες κατηγορίες.
----------------------------------------------------------------------


ΜΙΚΡΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το έργο τέχνης είναι μία πράξη. Ένα γίγνεσθαι, το οποίο όταν αποκρυσταλλωθεί μας δίνει το αποτέλεσμα στη μορφή με την οποία διαλέξαμε να αποτυπώσουμε αυτή την πράξη.
Παρότι έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από τη δράση του Καντίνσκυ και τη σκέψη του, θα παραθέσουμε τα λόγια του, καθώς μοιάζει να τα έχει πει πρόσφατα:
«Τελικά είναι πολύ καλύτερα να πετάξεις την παλέτα σου στο μουσαμά, να σπάσεις το γύψο ή το μάρμαρο με τη γροθιά ή με το σφυρί, να καθίσεις με κρότο στα πλήκτρα του πιάνου, παρά να σκαλίζεις άψυχα το πεδίο μιας παραδοσιακής και νεκρής φόρμας […] Σε τελευταία ανάλυση, μία ζωντανή πεταλούδα είναι προτιμότερη από ένα λιοντάρι νεκρό».[15]






[1] Kandinsky, Wassily, Για το Πνευματικό στην Τέχνη, μετάφρ. Μ.Παράσχης, εκδ.1981, Αθήνα: 1981, σ.84
[2] στο ίδιο, σ. 128
[3]  στο ίδιο, σ.83
[4] στο ίδιο, σ.138
[5] στο ίδιο, σ.104
[6] στο ίδιο, σ.106
[7] στο ίδιο, σ.108
[8] στο ίδιο, σ.110
[9] στο ίδιο, σ.111
[10] στο ίδιο, σ.111
[11] στο ίδιο, σ.112
[12] στο ίδιο, σ.114
[13] στο ίδιο, σ.115
[14] στο ίδιο, σ. 137
[15] στο ίδιο, σ.28

πηγή:http://tehnisthemata.blogspot.gr