Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Η αγάπη είναι μόνο μία

 

                                Η αγάπη είναι μόνο μία

                                                                                                                   αποσπάσματα από βιβλία


Μπορώ να κάνω ένα σωρό πράγματα για να σου εκφράσω, να σου δείξω, να σου αποδείξω, να επιβεβαιώσω ή να υποστηρίξω ότι σ’ αγαπώ, όμως, μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω με την αγάπη μου, κι αυτό είναι να Σ’ ΑΓΑΠΩ, να ασχολούμαι μαζί σου, να εκδηλώνω τα συναισθήματά μου όπως τα νιώθω. Και το πώς τα αισθάνομαι είναι ο δικός μου τρόπος να σ’ αγαπώ.

Μπορείς να το δεχτείς ή μπορείς να το απορρίψεις, μπορείς να καταλάβειςτ τι σημαίνει ή μπορείς να το αγνοήσεις παντελώς. Αυτός, όμως, είναι ο τρόπος μου να σ΄αγαπώ· δεν έχω άλλον.

Ο καθένας έχει έναν μόνο τρόπο ν’ αγαπάει:
τον δικό του.
 

Στο χώρο της ψυχικής υγείας συναντάμε πολλές φορές άτομα που έμαθαν –λανθασμένα και χωρίς να καταλάβουν πώς–, ότι αγάπη είναι να χτυπάς, και καταλήγουν να παντρεύονται κάποιους που τους χτυπούν προκειμένου να αισθανθούν ότι τους αγαπούν (πολλές κακοποιημένες γυναίκες υπήρξαν κακοποιημένες θυγατέρες).

Για αιώνες κακοποιούσαν ή πλήγωναν οι γονείς τα παιδιά τους λέγοντας ότι το κάνουν για το καλό τους: «Εμένα με πονάει περισσότερο που πρέπει να σε δείρω», λένε συχνά οι γονείς.
Και στα πέντε σου, δεν είσαι σε θέση να κρίνεις αν είναι ή δεν είναι πράγματι έτσι.
Και προσαρμόζεσαι· αλλάζεις συμπεριφορά.
Και εξακολουθείς, πολλές φορές, να τρως ξύλο και να το θεωρείς ωφέλιμο.




Όταν δούλευα με εξαρτημένους, την εποχή που έκανα ειδικότητα στην ψυχιατρική, παρακολουθούσα μια γυναίκα που είχε πατέρα αλκοολικά και παντρεύτηκε με τη σειρά της έναν αλκοολικό άντρα. Τη γνώρισα στην κλινική όπου ο άντρας της ήταν εσωτερικός ασθενής. Επί χρόνια συνόδευε τον σύζυγό της στις ομάδες Ανώνυμων Αλκοολικών στην προσπάθεια να ξεπεράσει τον εθισμό του, από τον οποίο έπασχε για πάνω από δώδεκα χρόνια. Τελικά, εκείνος κατάφερε να απέχει από το αλκοόλ επί είκοσι τέσσερις μήνες. Τότε ήρθε η γυναίκα του για να μου πει ότι, μετά από δεκαέξι χρόνια γάμου, ένιωθε ότι η αποστολή της είχε λήξει η υγεία του συζύγου της είχε αποκατασταθεί… Εγώ, τότε που ήμουν είκοσι επτά χρόνων και νεοδιορισμένος γιατρός, ερμήνευσα ότι, στην πραγματικότητα, αυτό που ήθελε ήταν να θεραπεύσει τον πατέρα της αντικαθιστώντας τη θεραπεία του πατέρα με αυτή του συζύγου. Εκείνη είπε: «Μπορεί, τώρα πάντως δεν με συνδέει τίποτα με τον σύζυγό μου. Υπέφερα πολύ από τον αλκοολισμό του, αλλά έμεινα κοντά του για να μην τον εγκαταλείψω στη μέση της θεραπείας τώρα όμως δεν θέλω να ξέρω τίποτα πια γι’ αυτόν».
Πράγματι, χώρισαν. Ένα χρόνο αργότερα, τελείως τυχαία, κάπου αλλού συναντηθήκαμε με τη γυναίκα αυτή που είχε κάνει μια καινούργια σχέση. Είχε ξαναπαντρευτεί… έναν άντρα επίσης αλκοολικό.


Οι ιστορίες αυτές, που δεν μπορούμε να καταλάβουμε με τη λογική, έχουν να κάνουν με τον τρόπο που κουβαλάει κανείς μέσα του δικά του άλυτα θέματα· με το πώς αντιλαμβάνεται την αγάπη.






 

Το Σ’ ΑΓΑΠΩ και ΣΟΥ ΔΕΙΧΝΩ ΟΤΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ μπορεί να είναι δύο πράγματα τελείως διαφορετικά για μένα και για σένα.

Και εδώ, όπως και σε όλα τα θέματα, μπορεί να διαφωνήσουμε ριζικά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ένας από τους δύο κάνει αναγκαστικά λάθος.





Παραδείγματος χάριν: ξέρω πως η μαμά μου μπορεί να σου δείχνει ότι σ’ αγαπάει με διάφορους τρόπους, όπως όταν είσαι σε καλεί στο σπίτι και φτιάχνει τα φαγητά που σου αρέσουν. Αν λοιπόν, για τη μέρα που σ’ έχει καλέσει, έχει ετοιμάσει δύο ή και τρία από εκείνα τα υπέροχα αραβικά φαγητά που για να τα φτιάξει χρειάστηκε να περάσουν πεντ’-έξι μέρες στην κουζίνα ζυμώνοντας, ξεφλουδίζοντας, τεμαχίζοντας και βράζοντας τα υλικά, αυτό για τη μαμά μου σημαίνει ότι σ’ αγαπάει. Και αν δεν έχεις μάθει να ερμηνεύεις αυτόν τον τρόπος έκφρασης, μπορεί να μην καταλάβεις ότι γι’ αυτήν είναι το ίδιο σαν να λέει σ’ αγαπώ.

 Αυτό σημαίνει ότι είναι εκδηλωτική; Δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, είναι ο ΔΙΚΟΣ ΤΗΣ τρόπος να λέει σ’ αγαπώ. Αν δεν μάθω να διαβάζω το μήνυμα που εκφράζουν έμμεσα αυτές οι κινήσεις, δεν θα μπορέσω ποτέ να αποκωδικοποιήσω το μήνυμα που εκφράζει ο άλλος. (Μια φορά την εβδομάδα, ΟΤΑΝ ΖΥΓΙΖΟΜΑΙ, επιβεβαιώνω πόσο πολύ μ’ αγαπούσε η μαμά μου, και πόσο καλά αποκωδικοποίησα το μήνυμά της!)


Όταν σ’ αγαπάει κάποιος, σου αφιερώνει ένα μέρος της ζωής, του χρόνου και του ενδιαφέροντός του.

Όταν σ’ αγαπάει κάποιος, οι πράξεις του σου λένε καθαρά πόσο πολύ νοιάζεται για σένα.


Μπορεί ν’ αποφασίσω να κάνω κάτι που θέλεις, με τη φαντασίωση ότι θα καταλάβεις πόσο σ’ αγαπώ. Κάποια φορά μπορεί να το κάνω, άλλοτε μπορεί και όχι. Αν και δεν μου αρέσει, μπορεί να σηκωθώ από τα χαράματα της 13ης Δεκεμβρίου, να στολίσω το σπίτι και να ετοιμάσω το πρωινό γεμίζοντας τους τοίχους με αφίσες και το κρεβάτι με δώρα, και για το βράδυ να έχω καλέσει ένα σωρό κόσμο… Ξέροντας πόσο σε συγκινεί, είναι πιθανό κάποια φορά να το δεις να γίνεται, αν έχω διάθεση. Αν, όμως, επιβάλλεται να κάνω το ίδιο κάθε χρόνο, κι εγώ το επαναλαμβάνω μόνο και μόνο για να σ’ ευχαριστήσω… μην έχεις και την απαίτηση να το απολαμβάνω. 

Γιατί, αν δεν είναι κάτι που κι εγώ θέλω από μόνος μου, ίσως είναι καλύτερο και για τους δυο μας να μη το κάνω καθόλου.

Βέβαια, αν εγώ δεν έχω ποτέ διάθεση να κάνω κάτι τέτοιο, ούτε και τίποτ’ απ’ αυτά που ξέρω ότι σου αρέσουν, τότε κάτι συμβαίνει.

Με τη συμβίωση, θα μπορούσα να μάθω να χαίρομαι με την ψυχική ικανοποίηση που σου προσφέρω, έτσι όπως εσύ το προτιμάς. 
Και πράγματι, έτσι γίνεται. 

Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με ορισμένες απόψεις που λίγο-πολύ δέχονται όλοι, απόψεις που φαίνονται να είναι αντίθετες με αυτό που μόλις είπα, και με τις οποίες, ασφαλώς, δεν συμφωνώ.

Μιλάω συγκεκριμένα για τις θυσίες στην αγάπη.



Μερικές φορές ο κόσμος θέλει να με πείσει ότι πέρα από την ιδέα τού να είναι κανείς ευτυχισμένος, σημαντικές σχέσεις είναι εκείνες όπου ο ένας είναι ικανός να θυσιάζεται για τον άλλον. 

Η αλήθεια είναι πως εγώ δεν πιστεύω ότι η αγάπη είναι χώρος θυσίας. 

Δεν πιστεύω ότι όταν θυσιάζεται κανείς για τον άλλον, αυτό αποτελεί εγγύηση αγάπης, και ακόμη λιγότερο, ότι η θυσία αποδεικνύει την αγάπη μου για τον άλλο. 

Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που εγγυάται την ικανότητα να χαιρόμαστε πράγματα μαζί, κι όχι ένα μέτρο για το πόσο είμαι διατεθειμένος να υποφέρω για σένα, ή πόσο είμαι έτοιμος να απαρνηθώ τον ίδιο μου τον εαυτό.

Σε κάθε περίπτωση, το μέτρο της αγάπης μας δεν το καθορίζει ο πόνος που μπορεί να μοιραστούμε – έστω κι αν αυτό αποτελεί μέρος της ζωής. 


Η αγάπη μας μετριέται και δυναμώνει ανάλογα με το πόσο ικανοί είμαστε να περπατάμε μαζί σ’ αυτόν τον δρόμο, να απολαμβάνουμε κάθε βήμα όσο γίνεται περισσότερο, και να αυξάνουμε την ικανότητα μας να χαιρόμαστε ακριβώς αυτό: το ότι είμαστε μαζί.




…Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σου λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μία από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.



«Αγαπιόμαστε» αρχίζει ο νέος.
«Και θα παντρευτούμε» λέει εκείνη.
«Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…»
«Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…»
«Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.»
«Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου.»
«Σε παρακαλόυμε» ικετεύουν, «πες μας τι μπορούμε να κάνουμε…»



Ο μάγος τούς κοιτάζει και συγκινείται που βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
«Υπάρχει κάτι…» λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. «Αλλά  δεν ξέρω… είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.»
«Δεν μας πειράζει» λένε κι οι δύο.
«Ό,τι και να’ ναι» επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.

«Ωραία» λέει ο μάγος. «Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτε άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;»

Η νεαρή κοπέλα συγγατανεύει σιωπηλά.

«Κι εσύ, Άγριε Ταύρε» συνεχίζει ο μάγος, «πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή να βρεις τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να το τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο… Πηγαίνετε τώρα.»



Οι δύο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο…

Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δύο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα που περιέχει το πουλί που τους ζητήθηκε.



Ο μάγος τούς λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στον γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν. Είναι πανέμορφα· χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.

“Πετούσαν ψηλά;” ρωτάει ο μάγος.
“Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε… Και τώρα;” ρωτάει ο νέος. “Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;”
“Όχι” λέει ο γέρος.
“Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;” προτείνει η νεαρή.




“Όχι” ξαναλέει ο γέρος. “Κάντε ό,τι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες… Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν· να πετάξουν ελεύθερα.”



Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.


Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου μέχρι που πληγώνονται.



 
“Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλο, ακόμη κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.»


 
 
 
Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο δρόμος της συνάντησης”, ΦΥΛΛΑ ΠΟΡΕΙΑΣ ΙΙ, του Χόρχε Μπουκάι, εκδόσεις opera/animus

1941 Ελπιδες και προσδοκιες μιας νέας χρονιάς


 Ως άλλη ευχή για τη νέα χρονιά, το χαμόγελο αυτού του νεαρού.

Athens 1941 young sells pomegranates for the new year. 

Picture Dot Papaiōánnou.



Ελπιδες και προσδοκιες χωρις να γνωριζει την επερχομενη κολαση μετα απο 12 μηνες....

Και πάλι λες δεν είναι δυνατό
όλες αυτές οι ευχές να ψεύδονται
και πάλι λες δεν είναι δυνατή
τέτοια πανταχόθεν σύμπτωση,
δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν συμπαιγνία.

Κ. Μόντης, «Χριστουγεννιάτικες Κάρτες»

 το είδαμε:
 https://www.facebook.com/kerasamalthias/?hc_ref=PAGES_TIMELINE&fref=nf

«Είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι»

 

Ingmar Bergman:

 «Είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι»

 

«Είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι. Όχι μόνο εσύ κι εγώ, όλοι μας είμαστε κι αυτό είναι το πιο θλιβερό. 
Μας δίδαξαν για την ανατομία, για τις γεωργικές μεθόδους στην Αφρική. 
Ξέρουμε απ’ έξω μαθηματικούς τύπους. 
Αλλά δεν μας έμαθαν τίποτα για τις ψυχές μας. 
Είμαστε τρομακτικά ανίδεοι για τον εαυτό μας και τους άλλους.

Πολλά λέγονται σήμερα για το ότι τα παιδιά θα πρέπει να διδάσκονται από νωρίς για την αλληλεγγύη, την κατανόηση, τη συνύπαρξη, την ισότητα και όλες αυτές τις έννοιες για τις οποίες συζητάμε συνέχεια. 
Αλλά κανείς δεν σκέφτεται ότι πρώτα θα πρέπει να μάθουμε για τον εαυτό μας και τα συναισθήματά μας. 
Για τους δικούς μας φόβους, για τη μοναξιά μας, για το θυμό. 
Είμαστε εγκαταλειμμένοι, ανίδεοι και θυμωμένοι μέσα στα ερείπια της φιλοδοξίας μας.

Το να βοηθήσεις ένα παιδί να αποκτήσει επίγνωση της ψυχής του ακούγεται σχεδόν ανήθικο. Αλλά πώς είναι δυνατό να καταλάβεις τους άλλους, όταν δεν γνωρίζεις τίποτα για τον εαυτό σου;»


Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ήταν Σουηδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα και πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007 στη Σουηδία. Τα 3 Όσκαρ που κέρδισε κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι ασήμαντα μπροστά στο έργο του που καθόρισαν την ίδια την τέχνη του κινηματογράφου.
Πηγή: Το 23ο Γράμμα
Photo by SVT Bild

Από την τρέλα στην τέχνη: Aloïse και οι χαμένοι μύθοι


Από την τρέλα στην τέχνη: 

                                  Aloïse και οι χαμένοι μύθοι



Γεννημένη στην Ελβετία στα τέλη του περασμένου αιώνα, η Αλοϊζ,
σε ηλικία είκοσι ετών, 
τρελαίνεται και κλείνεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Σερί,
 και εν συνεχεία στο άσυλο της Ροζιέρ, όπου και παραμένει έγκλειστη μέχρι το θάνατό της σε βαθύ γήρας. 
Μέσα στο άσυλο δημιουργεί πίνακες εξαίσιας ομορφιάς που της εξασφαλίζουν μια μοναδική θέση στο χώρο της Art Brut.




Αν σήμερα ανατρέχουμε στην ξεχασμένη φιγούρα της Αλοϊζ είναι γιατί, μέσα στα εκσυγχρονιστικά οράματα ανάπτυξης, ευζωίας και ευρυθμίας, οι φαντασμαγορικοί της πίνακες θυμίζουν πως τα βάθη του ψυχισμού μας, εις πείσμα όλων των καιρών, εις πείσμα όλων των εποχών, επιμένουν να συγκοινωνούν με το αδύνατο και το ανέφικτο των ερώτων μας και πως αυτό το άλλοτε και αλλού – φευ! – είναι πάντα παρόν. Είναι πάντα εδώ. Ένα ανατρεπτικό ενδεχόμενο!…

 






1913. Βρισκόμαστε στο Πότσνταμ της Γερμανίας. Η Αλοϊζ, μια νεαρή Ελβετίδα δασκάλα, παρακολουθεί μία λαμπρή παρέλαση. Πλήθος συγκεντρωμένο ζητωκραυγάζει τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β’, που παρελαύνει υπέρλαμπρος ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο. Η Αλοϊζ μαγεύεται. Εκστατικά παρακολουθεί τη σκηνή. Σαν υπνωτισμένη καθηλώνει το βλέμμα της στον αυτοκράτορα. Κι εδώ είναι η αρχή του τέλους της. Ή ίσως η αρχή της ιστορίας της. Μέσα στο μυαλό της θα ζήσει έναν περιπαθή έρωτα με τον αυτοκράτορα. Ο απρόσιτος θεός της θα μεταμορφωθεί σε σπαραχτικό εραστή των καθημερινών ονείρων της. Ηδονικά αρχίζει να ξεφεύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας και αφήνεται να απορροφηθεί σιγά σιγά από έναν κόσμο ονειρικό.
Αδιάφορη για τη ζωή, χαμένη μέσα στο παραλήρημα ατέλειωτων μονολόγων, η Αλοϊζ είναι ανίκανη πια να προσαρμοστεί στην κοινωνική ζωή. Στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Σερί και στο άσυλο της Ροζιέρ, η Αλοϊζ θα περάσει έγκλειστη όλη της τη ζωή. Διάγνωση: «σχιζοφρένεια». Έξω δεν έμελλε να βγει παρά μόνο στο θάνατό της, το 1964.

Κι εκεί μέσα κάποια στιγμή θα αρχίσει να ζωγραφίζει. Οι μορφές που σχεδιάζει με τα χρωματιστά μολύβια ή τις κιμωλίες πάνω σε μεγάλες λευκές κόλλες αποτελούν μια απτή υποστήριξη των πλασμάτων της φαντασίας της. Στη ζωγραφική βρίσκει μια συμβολική πραγμάτωση των φαντασιώσεών της. Δεν υποφέρει πια. Δεν της λείπει καθόλου ο αδύνατος έρωτας. Είναι εκεί, παρών.. Κοντά της, με όλα τα μεγαλειώδη θέλγητρά του.

Η Αλοϊζ ζωγραφίζει. Δεν έχει σημασία αν ζωγραφίζει με πάθος, με μανία, με τρέλα ή με ψυχαναγκασμό. Σημασία έχει πως ζωγραφίζει. Η γιατρός της Ζακλίν Πορέ-Φορέλ αναφέρει: «υπάρχει ένα επανακτημένο αίσθημα ασφάλειας που βοηθά την άρρωστη να ξαναβρεί μια κάποια φυσικότητα στη συμπεριφορά της, μια γλώσσα πιο καταληπτή και μια ορισμένη ηρεμία».

Τα πρόσωπα επιλογής της Αλοϊζ είναι οι μεγάλες ερωτευμένες της Ιστορίας με τις οποίες ταυτίζεται, τα πριγκιπικά ζεύγη, οι θρυλικοί ήρωες, οι προσωπικότητες της ημέρας. Η Κλεοπάτρα, ο Ναπολέων, η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Ντε Γκωλ, η Μαρία Αντουανέτα παίζουν το ρόλο τους μέσα σε μια όπερα-παραλήρημα και ζουν μεγαλειώδεις έρωτες. Οι αναχρονισμοί, οι απιθανότητες, οι παράτολμοι συσχετισμοί, τα πάντα επιτρέπονται σε αυτή την ονειρική πραγματικότητα που έχει ξεπεράσει τους νόμους του χώρου και του χρόνου.

Τα πρόσωπα αυτά δεν υφίστανται παρά μόνο για να «εμφανίζονται», ξετυλίγοντας το μεγαλείο της σε μια λαμπρή επιφάνεια χωρίς περιορισμούς. Αξιομνημόνευτος είναι ο τρόπος που απεικονίζει τα μάτια. Παντού το βλέμμα φαίνεται να καλύπτεται από μια μάσκα γαλάζια ή, καλύτερα, μοιάζει η ίριδα να έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε απορρόφησε όλη την επιφάνεια του ματιού. Η έκφραση ενός καινούργιου ανθρώπινου βλέμματος. Ένα σημάδι ιερατισμού, ένα είδος κενού μεγαλείου.

Αναδημιουργεί έναν κόσμο του οποίου τα στοιχεία είναι δανεισμένα από τον επίσημο κόσμο, αλλά στον οποίο βασιλεύει εκείνη. Η Αλοϊζ είναι θεός. Η νεαρή ανώνυμη δασκάλα μέσα στο άσυλο των αρχών του αιώνα μας δίνει μοναδικές στιγμές. Γράφει ιστορία. Οι εκρηκτικοί της πίνακες φέρνουν στο νου τα λόγια του Breton για το έργο της Φρίντα Κάλο: «Μια κορδέλα γύρω από μια βόμβα».

Να, εδώ είναι η μύτη, θα πρέπει να τοποθετηθούν τριαντάφυλλα στο μέτωπο, τότε όμως δεν θα το κάνουμε καθόλου αυτό γιατί με θλίβει. Ξεγελάστηκα με το πράσινο, νόμιζα ότι ήταν πιο σκούρο. Το πράσινο δεν με τρομάζει σαν το μαύρο. Οι στρατηγοί των πράσινων στρατιών πάνε στην εξοχή. Όταν είναι σκοτάδι, αυτά τα παλιά κοστούμια…πάνε στο θέατρο, αυτά τα παλιά κοστούμια. Είναι μεγαλοπρεπείς αυτές οι κόκκινες φωτοσκιάσεις, είναι μια βασιλική ομορφιά. Το κόκκινο, πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο.


Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο δίχως συνειρμό λόγος που τον είπαν σχιζοφρενικό. Και αυτά τα έργα τα ονόμασαν «ψυχοπαθολογικά» και τα ενέταξαν στην κατηγορία της Art Brut. Ακατέργαστα; Πρωτόλεια; Πρωτόγονη τέχνη; Ο όρος ανήκει στον Jean Dubuffet:

Ακατέργαστη τέχνη. Δηλώνει μια άλλη τέχνη στο περιθώριο της επίσημης, της ακαδημαϊκής, της πολιτισμικά αποδεκτής τέχνης. Ακατέργαστη τέχνη, δηλώνει κάθε λογής ευρηματικές, αυθόρμητες κατασκευές, σχέδια, ζωγραφική, κεντήματα, γλυπτά. Οι δημιουργοί τους είναι πρόσωπα σκοτεινά και δυσεντόπιστα, αυτοδίδακτοι, πλάνητες, παράφρονες, ή παραφόρως αναζητώντες την έκφραση του υψηλού, έξω όμως από μουσεία, γκαλερί, σχολές.

Η Αλοϊζ είναι εκπρόσωπος αυτής της τέχνης. Φτιάχνει με τα χέρια της μύθους και στη συνέχεια τους κατοικεί. Γίνονται προέκταση του εαυτού της. Οι ζωγραφιές αυτές είναι ο εαυτός της. «Όταν είναι σκοτάδι αυτό το πράσινο πάει στην εξοχή», μονολογεί ζωγραφίζοντας. «Ω, ο αγαπημένος μου αυτοκράτορας», λέει. Κι έπειτα προσθέτει: «πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο». Και σαν υπνωτισμένη ζωγραφίζει και έτσι, παραδομένη στα θέλγητρα μιας συμβιωτικής σχέσης, ζει με τις ζωγραφιές της. Και αυτές τη στοιχειώνουν. «Πες μου ποιος σε στοιχειώνει να σου πω ποιος είσαι», έτσι αρχίζει η Νατζά του Breton. Μέσα από τις ζωγραφιές που τη στοιχειώνουν, η Αλοϊζ προσπαθεί να μας πει ποια είναι.

aloise5
«Είναι τέχνη;» θα έσπευδε κανείς να ρωτήσει. Ασφαλώς, εφόσον, όπως αναφέρει ο Dubuffet:

Η τέχνη δεν έρχεται να πλαγιάσει στα ατσαλάκωτα και καθαρά κρεβάτια που άλλοι έστρωσαν για αυτήν. Δραπετεύει αμέσως μόλις εκφέρεται το όνομά της. Αυτό που αγαπά είναι το ινκόγκνιτο. Οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν λησμονεί πώς ακριβώς ονομάζεται.

Τέχνη λοιπόν, τέχνη που συγκλονίζει με την αμεσότητά της, με την άλλη σκηνή που τόσο γενναιόδωρα αφήνει να αναδυθεί στον ορίζοντα. Η άλλη σκηνή, η μη λογοκριμένη, η σκηνή του ονείρου, της απαγόρευσης, της σκοτεινής και ανατρεπτικής επιθυμίας. Άλλωστε τα όρια της τέχνης από τη μη τέχνη είναι ένα ψευδοπρόβλημα, αν δεχτούμε ότι τελικά 
«τέχνη είναι ό,τι μας συγκινεί».

Κυρίως από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα, βάζουμε τους τρελούς να ζωγραφίζουν. Όχι για το παιχνίδι, αλλά μέσα στο πλαίσιο μίας εργαλειακής λογικής. Όχι για να δοθεί διέξοδος στην καταχωνιασμένη έκφραση, αλλά για να θεραπευτούν οι τρελοί από την τρέλα τους. Ο επίσημος ψυχιατρικός λόγος δεν ενδιαφέρεται, φυσικά, για ατομικούς μύθους και ζωγραφισμένες φαντασιώσεις. 

Δέχεται ότι τα περισσότερα από τα προϊόντα της θεραπείας δια της τέχνης, της Art Therapy, δεν είναι τίποτα περισσότερο από συμπτώματα αρρώστιας. Και  κανείς δεν θλίβεται ή δε διερωτάται για το ότι ο έγκλειστος, όταν απελευθερώνεται, ως ιαθείς, ως θεραπευμένος, τότε παύει σχεδόν αυτόματα κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.


Από τότε που έγινε της μόδας η τέχνη των τρελών, από τότε που τους βάζουμε να ζωγραφίζουν, από τότε που τους αφιερώνουμε εκθέσεις (δεκαετία του ’50), από τότε που ψυχίατροι και νοσηλευτικό προσωπικό ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν έτσι τους ασθενείς, να προβάλουν το έργο τους, να παρουσιάσουν τις πλούσιες ώρες της τρέλας, οι ώρες αυτές γίνονται ολοένα και πιο φτωχές, πιο χλομές, πιο ξέπνοες. Από τότε που δεν υπάρχει ούτε ένα ψυχιατρείο που να  μη διαθέτει το ατελιέ του και να μην οργανώνει σποραδικά εκθέσεις, η δημιουργικότητα των τρελών έχει πάρει την κατιούσα. Όλο και λιγότερο θα συναντήσουμε τα φαντασμαγορικά σχέδια της Αλοϊζ στους υπάκουα ζωγραφίζοντες, στους υπό επανένταξη χώρους, σχέδια. Στερεοτυπίες, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μιμητισμός- με λίγα λόγια, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, συμμόρφωση στον κανόνα. Είναι ίσως το κόστος που έχουμε να πληρώσουμε για τη γρήγορη ίαση, που πλέον, λόγω των νευροληπτικών φαρμάκων, διαθέτουμε.

Μια ανησυχητικά οικεία αλλά και παράξενη εμπειρία η τρέλα. 

Αυτό το παράξενα οικείο μοιάζει να είναι το στοιχείο που συγκινεί ακόμα και σήμερα μέσα στις ζωγραφιές της Αλοϊζ. Οι παράφοροι, οι απαγορευμένοι έρωτες, τα μητρικά και πατρικά imagos, όλα εδώ πολύχρωμα ξεδιπλωμένα στις απέραντες επιφάνειες του λευκού χαρτιού. Αυτόν το φανταστικό κόσμο σήμερα τον βρίσκουμε έτοιμο, δεν τον επινοούμε. Εικόνες, εικονολαγνικός πολιτισμός των μίντια, με τους σερβιρισμένους ετοιμοπαράδοτους μύθους. Όχι, δεν υπήρχε τηλεόραση για να τροφοδοτεί τους μύθους της Αλοϊζ.

Στη σύγχρονη ψυχοπαθολογία αυξάνονται οι «νέες αρρώστιες της ψυχής». Πληθαίνουν οι «ναρκισσιστικές, μεθοριακές προσωπικότητες», άτομα που χαρακτηρίζονται από μια αδυναμία συμβολοποίησης, μια αδυναμία ψυχικής αναπαράστασης, άτομα που αδυνατούν να βάλουν σε εικόνες ή σε λόγο το πάθος και τις επιθυμίες τους.

Άτομα που ολοένα και λιγότερο γίνονται μυθο-τόκοι.
Περιστοιχισμένος από εικόνες, ο σύγχρονος άνθρωπος ολοένα και λιγότερο δείχνει ικανός να φαντασιώσει. Ο καταναλωτής εικόνων υποφέρει από την αδυναμία εικονοποίησης. Μήπως ήλθε η εποχή να νοσταλγήσουμε τις μυθογραφικές κατασκευές της Αλοϊζ; Τη δυνατότητα που εκείνη είχε να αφήνει το χνάρι της μέσα στους προσωπικούς της μύθους; Μήπως σήμερα ολοένα και περισσότερο διακυβεύεται αυτό το προσωπικό χνάρι;

Η έκσταση χάνεται  και μένουμε με τη νοσταλγία της Αλοϊζ, με τη νοσταλγία μίας παντοτινά χαμένης μυθοποιητικής φαντασμαγορίας. Τότε που όλα, μέσα από την επινόηση, έμοιαζαν να είναι δυνατά, ακόμα και αυτοί οι αδύνατοι, απίθανοι, τρελοί έρωτες.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της καθημερινής ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου, εκδ. Καστανιώτη.

Πίνακες: Aloïse Corbaz, Copyright: Fondation Aloïse, Chigny.

Πηγή: http://www.sik-isea.ch/en-us/

Ο κατά Σωκράτη ορισμός του μορφωμένου ανθρώπου

Ο κατά Σωκράτη ορισμός του μορφωμένου ανθρώπου

                                                               
Λέει το ανυπόστατο κείμενο που κυκλοφορεί εδώ και χρόνια -ακόμη και σε έγκυρα κατά τ αλλα έντυπα ή blog-  ότι είπε τάχα ο Σωκράτης:

Όταν ρώτησαν το Σωκράτη να τους δώσει τον ορισμό του μορφωμένου ανθρώπου, δεν ανέφερε τίποτε για τη συσσώρευση γνώσεων. «Η μόρφωση είπε, είναι θέμα συμπεριφοράς… Ποιους ανθρώπους λοιπόν θεωρώ μορφωμένους;
1. Πρώτα απ’ όλους αυτούς που ελέγχουν δυσάρεστες καταστάσεις, αντί να ελέγχονται από αυτές…
2. Αυτούς που αντιμετωπίζουν όλα τα γεγονότα με γενναιότητα & λογική..
3. Αυτούς που είναι έντιμοι σε όλες τους τις συνδιαλλαγές..
4. Αυτούς που αντιμετωπίζουν γεγονότα δυσάρεστα και ανθρώπους αντιπαθείς καλοπροαίρετα.
5. Αυτούς που ελέγχουν τις απολαύσεις τους..
6. Αυτούς που δεν νικήθηκαν από τις ατυχίες & τις αποτυχίες τους..
7. Τελικά αυτούς που δεν έχουν φθαρεί από τις επιτυχίες και την δόξα τους…»
Σωκράτης (469-399 π.Χ.)
Μετά τα ανωτέρω, πόσους μορφωμένους πολιτικούς (δικούς μας και ξένους) μπορείτε να ονομάσετε ;
—————————————-
Το ότι δεν έγραψε ή είπε ο Σωκράτης ένα τέτοιο «ηθικοπλαστικό» κείμενο μάλλον είναι προφανές. Οποιοσδήποτε έχει την αντίθετη άποψη ας μας υποδείξει την πηγή του παραπάνω κειμένου …
Ίσως κάποιος να μπέρδεξε τον Σωκράτη με τον Ισοκράτη… που εκεί πράγματι υπάρχει ένας παρόμοιος ορισμός  & να φτιαξε κάτι δικό του παίρνοντας στοιχεία. Το μόνο σχετικό κείμενο λοιπόν είναι το εξής:
Μτφρ. Ε. Πανέτσος. 1959. Ισοκράτης. Λόγοι. IV, Αρχίδαμος, Παναθηναϊκός, Τραπεζικός. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[26] Την παιδεία λοιπόν που μας εκληροδότησαν οι πρόγονοί μας τόσο πολύ απέχω να την περιφρονώ, ώστε εγκρίνω κι’ αυτήν που εισήχθη στη δική μας εποχή και εννοώ τη γεωμετρία και την αστρονομία και αυτούς που ονομάζουν εριστικούς διαλόγους, που μ’ αυτούς οι μεν νεώτεροι ευχαριστούνται περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει, από τους πρεσβυτέρους όμως δεν υπάρχει ούτε ένας που να μη τους βρίσκη ανυπόφορους.

[27] Εγώ όμως σ’ εκείνους που θέλουν να καταγίνουν μ’ αυτά, τους συνιστώ να καταβάλλουν προσπάθειες και πάντα να προσέχουν και προσθέτω, ότι, αν καμμιά άλλη ωφέλεια δεν φέρουν τα μαθήματα αυτά, ασφαλώς αποτρέπουν τουλάχιστον τους νεωτέρους από πολλές άλλες παρεκτροπές. Πράγματι στους ανθρώπους αυτής της ηλικίας έχω την ιδέα, ότι δεν μπορούν να βρεθούν μελέτες ωφελιμώτερες απ’ αυτές ούτε να τους ταιριάζουν περισσότερο·
 [28] εις τους πρεσβυτέρους όμως και εκείνους που έγιναν πλέον άνδρες επιμένω, ότι οι σπουδές αυτές δεν ταιριάζουν. Βλέπω δηλαδή μερικούς απ’ αυτούς που έχουν τελειοποιηθή εις τους κλάδους αυτούς τόσο ώστε να τους διδάσκουν και στους άλλους, ότι ούτε χρησιμοποιούν την ειδικότητα που έχουν, όταν πρέπει, και συγχρόνως στα άλλα ζητήματα της ζωής ότι είναι περισσότερο ανόητοι από τους μαθητάς των, για να μην ειπώ από τους δούλους των
29] Την ίδια γνώμη έχω και γι’ αυτούς που είναι εις θέσιν να μιλούν από το βήμα και που είναι μοναδικοί να συντάσσουν λόγους και γενικά για όλους όσοι διακρίνονται στις επιστήμες και τις τέχνες και τις άλλες φυσικές ικανότητες. Ξέρω δηλαδή, ότι κι’ απ’ αυτούς οι περισσότεροι ούτε και τα ιδιωτικά τους ζητήματα τα έχουν χειρισθή καλά, ούτε στις ιδιωτικές συναναστροφές είναι ανεκτοί, και ταυτοχρόνως αδιαφορούν για το τι ιδέαν έχουν γι’ αυτούς οι συμπολίτες τους και έχουν ένα σωρό άλλα ελαττώματα· ώστε ούτε κι’ αυτοί νομίζω, ότι έχουν τη συνήθεια περί της οποίας ομιλώ.

[30] Ποιους λοιπόν ονομάζω μορφωμένους, αφού δεν επιδοκιμάζω τις τέχνες και τις επιστήμες και τις φυσικές ικανότητες; 
 Πρώτα πρώτα αυτούς που χειρίζονται καλά τα ζητήματα που τους παρουσιάζονται κάθε μέρα και έχουν τη νοημοσύνη να επωφελούνται των περιστάσεων και να είναι ικανοί να πετυχαίνουν τις περισσότερες φορές εκείνο που συμφέρει· 

[31] έπειτα εκείνους που είναι αξιοπρεπείς και δίκαιοι προς αυτούς που τους συναναστρέφονται συχνά και που ανέχονται ήρεμοι τους δυσάρεστους και οχληρούς τύπους, ενώ οι ίδιοι φέρονται προς τους φίλους των με τη μεγαλύτερη καλωσύνη και ηπιότητα. Επί πλέον εκείνους που είναι πάντοτε εγκρατείς εις τας ηδονάς, και δεν τους κατασυντρίβουν οι συμφορές, παρά τηρούν ανδρική στάση και αντάξια της φύσεως της ανθρωπίνης·

 [32] τέταρτον, το και σπουδαιότερο, αυτούς που δεν τους διαφθείρει της τύχης η εύνοια, που μήτε γίνονται άλλοι άνθρωποι μήτε γίνονται υπερήφανοι, αλλά παραμένουν άνθρωποι λογικοί και που δεν χαίρουν για τα αγαθά που τους έδωσε η τύχη περισσότερο παρά για τα αγαθά που απέκτησαν εξ αρχής με το φυσικό τους χαρακτήρα και την ορθοφροσύνη τους. Εκείνοι όμως που εύκολα προσαρμόζουν τον εσωτερικό τους άνθρωπο προς όλα αυτά γενικώς, αυτοί επιμένω, ότι είναι και συνετοί και τέλειοι άνδρες και ότι κατέχουν όλες τις αρετές.

[33] Περί των μορφωμένων λοιπόν ανθρώπων αυτή είναι η γνώμη μου.
Όσο για τα ποιήματα του Ομήρου και του Ησιόδου και των άλλων ποιητών θέλω μεν να μιλήσω, διότι φαντάζομαι, ότι μπορώ να αποστομώσω αυτούς που απαγγέλλουν τα έργα εκείνων εις το Λύκειον και λένε ανοησίες γι’ αυτά, αλλά νοιώθω τον εαυτό μου να παρασύρεται έξω από τη συμμετρία που ανήκει οργανικά εις τα προοίμια.

 [34] Χαρακτηριστικό δε του συνετού ανθρώπου είναι όχι ν’ αγαπά την ευχέρεια του λόγου, εάν κανένας είναι εις θέσιν να ειπή περισσότερα από τους άλλους για τα ίδια ζητήματα, αλλά να διαλέγη την κατάλληλη στιγμή για ζητήματα περί των οποίων ομιλεί. Κι’ αυτό ακριβώς έχω καθήκον να κάνω. Περί των ποιητών λοιπόν θα τα ξαναπούμε, εκτός αν προλάβουν τα γεράματα και με γονατίσουν, ή αν δεν έχω να ειπώ τίποτε για ζητήματα σπουδαιότερα απ’ αυτά.

πηγη: https://antichainletter.wordpress.com/2011/11/21/sokrates/