Mε αφορμή το "Βlade Runner 2049" του Ντενί Βιλνέβ
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθεί το μέλλον, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις τεχνολογικές εξελίξεις και σε τι κόσμο θα ζούμε σε μερικές δεκαετίες από σήμερα, αλλά ένα πράγμα μπορούμε να το προβλέψουμε: ότι ο κόσμος δεν θα είναι πάντως όπως τον έχουν οραματιστεί τα βιβλία και οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας.
Ξαναβλέπεις εν έτει 2017 το πρώτο “Blade Runner“, πέφτει μπροστά στα μάτια σου το 2019 στο οποίο διαδραματίζεται, και λες ποια υπερπροηγμένα ανδροειδή, ποιος εποικισμός άλλων πλανητών, πού έλεγαν ότι θα είχαμε φτάσει.
Και μετά, σε έναν κόσμο τόσο τεχνολογικά μπροστά από τον δικό μας, ο Ντέκαρντ για να πάρει ένα τηλέφωνο πάει σε θάλαμο. Ε, πώς αλλιώς να επικοινωνούσε ο άνθρωπος (που λέει ο λόγος); Ό,τι κι αν σκέφτηκε ο Φίλιπ Ντικ με το “Do Androids Dream of Electric Sheep” το 1968 και οι δημιουργοί του “Blade Runner” το 1982 για το μέλλον που έφτασε να είναι το παρόν μας, ήρθε η σειρά του σίκουελ και των ανθρώπων που ζουν στο παρόν μας να οραματιστούν το δικό μας μέλλον.
“Blade Runner 2049” λοιπόν.
Μια ακόμη νοσταλγική επιστροφή στα 80s και ταυτόχρονα μια προβολή στο μέλλον.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 λοιπόν, φαίνεται ότι οι άνθρωποι φαντάζονταν ακόμη το μέλλον με όρους φωτεινούς.
Δυστοπικός – ξεδυστοπικός, ο κόσμος του πρώτου “Blade Runner” είναι ακαταμάχητα μαγευτικός.
Μπορεί να μη βλέπεις φύση, μπορεί να μη βλέπεις τον κόσμο στο φως της μέρας, αλλά το νυχτερινό Λος Άντζελες του 2019 με τους νέον φωτισμούς του είναι σαν διαστημούπολη, είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο θέλεις να χαθείς.
Η ταινία είναι τόσο καταλυτικά ερωτεύσιμη ακριβώς γιατί δεν μπορείς να αντισταθείς σε τόση κινηματογραφική ομορφιά, στο τελικό οπτικοακουστικό αποτέλεσμα που συνέθεταν η σκηνοθεσία του Ρίντλεϊ Σκοτ, η φωτογραφία του Τζόρνταν Κρόουνγουεθ, τα σκηνικά του Λόρενς Πολ, τα οπτικά εφέ, η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Πολύ λίγες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου έχουν φτιάξει έναν κόσμο τόσο αυθεντικά δικό τους.
Στο 2049 όμως ο Βιλνέβ μας προσφέρει έναν διαφορετικό κόσμο.
Κινηματογραφεί την αφιλόξενη ημέρα, την ερημιά, την κίτρινη ξεραΐλα, τoν κρανίου τόπο.
Η φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς και τα σκηνικά του Ντένις Γκάσνερ θα μείνουν σημείο αναφοράς, σχεδόν κάθε σεκάνς διαδραματίζεται σε ένα διαφορετικό σκηνικό και η είσοδος σε κάθε διαφορετικό σκηνικό σου προκαλεί ένα δέος, δέος άλλου τύπου όμως από αυτό του αριστουργήματος του Σκοτ.
Δύσκολα θα μπορούσε να συγκριθεί οτιδήποτε με το πόσο αφιλτράριστα περνούν μέσα σου οι εικόνες του πρώτου “Blade Runner”.
Ναι, τέτοιου είδους ακαριαία επίδραση η ταινία του Βιλνέβ δεν έχει.
Αλλά έχοντας μέσα της πολύ Ταρκόφσκι και πολύ Κιούμπρικ επιδρά πιο υπόγεια, πιο αργόσυρτα, λιγότερο με όρους ακαριαίου μαγνητισμού και περισσότερο με όρους σταδιακής καταβύθισης.
Εδώ δεν έχουμε τις εικόνες και τις μουσικές μαγνήτη, τις εικόνες που θέλουν να σε σαγηνεύσουν, εδώ ακόμη και η μουσική θέλει να σε τινάξει, να σε θορυβήσει, εδώ η ταινία σε κάνει δικό της όχι επιχειρώντας να κοπιάρει τη σαγήνη του προκατόχου της, αλλά επιχειρώντας να αντιπαρατάξει σε εκείνον τον κόσμο που είχαμε μάθει, έναν σχεδόν ολότελα άλλο.
Το 2017 λοιπόν φαντάζει πολύ δύσκολο να σκεφτείς λαμπερά για το μέλλον, ακόμη κι αν πρόκειται για τη νέον λάμψη των διαφημίσεων.
Στον κόσμο του αρχικού Blade Runner θα ήθελες να ζήσεις, ή στην χειρότερη εκδοχή θα ήθελες να περάσεις μια νύχτα εκεί. Εδώ πάλι, όχι. Άσε που έχει σκηνές όπως αυτή με το παιδικό εργοστάσιο που οι αναλογίες της με την πραγματικότητα είναι μια μικρή γροθιά στο στομάχι.
Με τη δεύτερη στη σειρά μετά το “Arrival” ταινία επιστημονικής φαντασίας, o Nτενί Βιλνέβ, έχοντας ήδη υπογράψει μια σειρά σημαντικών (“Sicario“, “Prisoners“, “Enemy“) ως πολύ μεγάλων
(«Μέσα από τις Φλόγες») ταινιών, καθιερώνεται πλέον με τον πιο εμφατικό τρόπο στο πρώτο ράφι των σκηνοθετών του Χόλιγουντ.
Η δημιουργική περίοδός του, μπορεί να συγκριθεί με τη δημιουργική περίοδο του ίδιου του Σκοτ ή του Σπίλμπεργκ στα τέλη του ’70 και στη δεκαετία του 80.
O Σκοτ που επέστρεψε πέρσι με οικτρό τρόπο στη μυθολογία των Alien και που αν θέλουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σωστή αναλογία θα ήταν συγκρίνοντας το “Βlade Runner 2049” με το “Alien: Covenant”.
Moλονότι το 2049 έχει ως πρωταγωνιστές και ως μεγάλους σταρ άνδρες, ο Βιλνέβ δίνει μια σειρά κομβικών γυναικείων ρόλων σε περισσότερο ή λιγότερο άγνωστες ηθοποιούς και πάντως όχι σταρ (η Κουβανή Άνα Ντε Αρμας, η Ολλανδή Σίλβια Χουκς, η Ελβετίδα Κάρλα Γιούρι και η Καναδή Μακένζι Ντέιβις) , συνεισφέροντας και με αυτόν τον τρόπο στην συνολική όψη της ταινίας που μας παρουσιάζει κάτι νέο.
Τι είναι το αυθεντικό και εξ ορισμού ανώτερο και τι το κατασκευασμένο και εξ ορισμού ματαιωμένο;
Είτε το θέλουμε είτε όχι, η σχέση του “Βlade Runner” με το “Βlade Runner 2049“, είναι λίγο σαν τη σχέση ανθρώπου – ρέπλικας:
ο άνθρωπος έχει εξ ορισμού ένα ανώτερο στάτους.
Ό,τι και να έκανε ο Βιλνέβ, ακόμη και
“a man’s job” να έκανε, στα μάτια των πουριστών η ταινία του “skin job” θα παρέμενε.
Aλλά δεν πάει έτσι.
Τι έκανε το “Blade Runner” να είναι το αριστούργημα που είναι;
Το γεγονός ότι μέσα σε αυτόν τον, τεράστιας εικαστικής δύναμης, κόσμο που έφτιαξε, διαδραματιζόταν μια ιστορία που σε πήγαινε σε μονοπάτια απροσδόκητα, γεμάτα συναρπαστικά φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα.
Εικαστικά ο Βιλνέβ, αντί να ξεπατικώσει αυτόν τον κόσμο, αντιπροτείνει όπως είπαμε ως αληθινός καλλιτέχνης τον δικό του.
Η ιστορία όμως μέσα σε αυτόν τον δικό του κόσμο και τα ερωτήματα που μπαίνουν, ναι, είναι αντίστοιχα.
Kι εδώ μπορεί κανείς να πει ότι τη δεύτερη φορά δεν έχουν τη δύναμη που είχαν την πρώτη.
Αυτό είναι σωστό. Αλλά δεν είναι μόνο το πρώτο “Blade Runner”, έχουν μεσολαβήσει και τρεισήμισι δεκαετίες με έργα που έχουν κινηθεί περισσότερο ή λιγότερο άμεσα σε παρόμοιες περιοχές .
Τι να γινόταν δηλαδή;
Να εγκαταλειπόταν τελείως η προβληματική του Blade Runner ως μη παρθένο έδαφος και να πηγαίναμε σε μια καινούρια;
Τότε όμως τι ακριβώς θα έμενε από το πρώτο “Blade Runner” παρά η εκμετάλλευση του τίτλου, γιατί ακριβώς να έκανε κανείς ένα νέο Blade Runner μιλώντας για κάτι ριζικά άλλο;
Και οι δύο ταινίες χτίζονται πάνω στην τραγική ειρωνεία.
Και οι δύο ταινίες χτίζονται πάνω στο ζήτημα της ταυτότητας.
Ήρωες που ξέρουν και ήρωες που δεν ξέρουν τι είναι.
Ήρωες που έχουν συμβιβαστεί με τη φύση τους και ήρωες που ακόμη παλεύουν με αυτήν.
Και στις δύο ταινίες οι άνθρωποι παρουσιάζονται είτε ως μικρόνοες, είτε ως μεγαλομανείς.
Ξέρουν μόνο να εξοντώνουν αυτό που φοβούνται ή να εκμεταλλεύονται αυτό που φτιάχνουν.
Ανθρώπινες ιδιότητες, ιδανικά, αυτοθυσία, ενσυναίσθηση, έρωτα, δείχνουν μόνο οι ρέπλικες.
Μια χαρά τα πήγες ως τώρα χωρίς ψυχή, θα πει η Ρόμπιν Ράιτ σε μια ρέπλικα, αλλά είναι αυτή, ο άνθρωπος, που δεν έχει ψυχή.
Ο πυρήνας των θεμάτων λοιπόν που έβαζε το “Blade Runner” είναι εδώ και συνεχίζει να εξερευνάται.
Και το ζητούμενο είναι αν εξερευνάται ανέμπνευστα και φτωχά ή εμπνευσμένα και δημιουργικά.
Γνώμη μου είναι ότι συμβαίνει το δεύτερο.
Μπορεί να μην υπάρχει εκ των πραγμάτων η επίδραση που είχαν μέσα μας όταν πρωτοτέθηκαν, αλλά ο Βιλνέβ με τους σεναριογράφους του το έχουν δουλέψει το πράγμα, δεν το έχουν αφήσει στην τύχη του.
Και υπάρχουν και σημεία που το “2049” πηγαίνει πιο μπροστά ή πηγαίνει κάπου αλλού.
Ας δούμε τρία από αυτά:
– Η χρονική στιγμή που ο Βιλνέβ βάζει στο μοντάζ τη σκηνή που δείχνει τη διαφήμιση της Τζόι, κάνει όλη τη διαφορά του κόσμου.
Ναι, ξέρουμε εξαρχής ότι η Τζόι είναι «προϊόν», ξέρουμε εξαρχής ότι είναι κάτι ακόμη λιγότερο «ανθρώπινο» κι από ρέπλικα, κάτι σίγουρα ακόμη λιγότερο αυθύπαρκτο, αλλά η χρονική στιγμή που μπαίνει εμβόλιμη η διαφήμιση έρχεται να υπενθυμίσει, να σχολιάσει, να αποδομήσει τον όποιον πειραγμένο ρομαντισμό.
Κι όμως.
Μετά την αποδόμηση, κάτι θα δομηθεί ξανά.
Ο κόσμος των δύο Blade Runner δεν είναι ένας κόσμος που βάζει όρια, αλλά ένας κόσμος που τα καταλύει.
Δεν είναι ένας κόσμος που λέει από εδώ οι άνθρωποι, από εκεί οι μηχανές, αλλά ένας κόσμος που αναρωτιέται τι σε κάνει άνθρωπο και τι μηχανή.
Η ιστορία του «Τζο» και της «Τζόι» δεν είναι καθόλου λιγότερο ρομαντική ιστορία από τις ρομαντικές ιστορίες μεταξύ ανθρώπων.
Ή μάλλον είναι λιγότερο και ταυτόχρονα πολύ περισσότερο ρομαντική.
– Ο Μπλέιντ Ράνερ που υποδύεται ο Γκόσλινγκ συναντά τον Ντέκαρντ, τον παλιό Μπλέιντ Ράνερ που υποδύεται ο Φορντ, κι ανάμεσά τους ένα ολόγραμμα του Έλβις τραγουδά σε μια σκηνή του ραδιενεργού κι έρημου Λας Βέγκας.
Ο Ντέκαρντ μπορεί να είναι άνθρωπος, μπορεί να είναι ρέπλικα, αυτή η διαμάχη κρατάει δεκαετίες, αλλιώς τον οραματίστηκε ο σκηνοθέτης αλλιώς οι άνθρωποι που τον έγραψαν στο χαρτί κι ο ηθοποιός που τον υποδύθηκε, δεν πρέπει να έχει υπάρξει περισσότερο δισυπόστατος ήρωας στην ιστορία του σινεμά, αλλά είτε άνθρωπος είτε ρέπλικα, η βασική φύση, ποια βασική, η μόνη αληθινή φύση του Ντέκαρντ είναι πως είναι ένας ήρωας κινηματογραφικής ταινίας, ένας ήρωας που ανήκει δικαιωματικά στο πάνθεον της ποπ κουλτούρας.
Ο Βιλνέβ βάζει τον Έλβις δίπλα στον Ντέκαρντ, ο Βιλνέβ έρχεται τη στιγμή που η ιστορία του έχει φτάσει σε ένα συναισθηματικό κρεσέντο να μιλήσει με μια σκηνή ανθολογίας για την αληθινή φύση αυτού που παρακολουθούμε και αυτού που και ο ίδιος κάνει:
no hay banda, no hay orquesta, όλα είναι μια παράσταση, ένα θέαμα, ένας μύθος.
– Και τέλος η σκηνή με τη Ρέιτσελ μπορεί να μπλοκάρει αρχικά και το μυαλό του θεατή μαζί με το μυαλό του Ντέκαρντ, μπορεί για λίγα δευτερόλεπτα να κάνει τον θεατή να πει τι έχει γίνει εδώ, τι βλέπω τώρα, τι είναι πια αληθινό και τι ψεύτικο, σε ποιο φιλμ βρίσκομαι, σε ποια εποχή, δεν είναι πια μόνο οι ήρωες που δεν νιώθουν σιγουριά, είμαστε κι εμείς μαζί τους.
Το χιόνι έρχεται να αντικαταστήσει τη βροχή.
Kι υπάρχουν δυο τρόποι να κοιτάξεις το χιόνι.
Ο πρώτος είναι σαν να σε αφορά με έναν διαφορετικό πια τρόπο και το χιόνι και ο ουρανός και η εναπομείνασα φυσική ομορφιά του κόσμου, σαν να συνδέεσαι πια πιο άμεσα και πιο οργανικά με τον κόσμο, σαν να ζεις και να νιώθεις πιο έντονα και φωτισμένα υπό ένα διαφορετικό νόημα τα πάντα γύρω σου.
Ο δεύτερος είναι σαν να καταλαβαίνεις -μακάρι να καταλαβαίνεις- ότι δεν υπάρχουν στα αλήθεια δυο τρόποι οι οποίοι εξαρτώνται από το τι λέει η ταμπέλα σου ότι είσαι, ότι δηλαδή το πώς θα κοιτάξεις το χιόνι και τον ουρανό και την ομορφιά τη ζωή και τον θάνατο, εξαρτάται από το τι στα αλήθεια είσαι, από μια αλήθεια εκτός ταμπελών, από το πώς έχεις ζήσει, από το πώς έχεις φερθεί, από το πόσο έχεις ονειρευτεί, από το πόσο έχεις αγαπήσει.
Όχι από το πώς ήρθες στον κόσμο, αλλά από το πώς αξιοποίησες τον χρόνο σου σε αυτόν.
Δυο μόνο ενστάσεις:
Η πρώτη ότι μερικές σκηνές δράσεις -μολονότι κι αυτές υπέροχα κινηματογραφημένες- θα μπορούσαν να είναι λιγότερο στερεοτυπικές, λιγότερο αναληθοφανείς και λιγότερο σαν να έχουν παρεισφρύσει από άλλα είδη κινηματογράφου.
Και η δεύτερη και κυριότερη, είναι ότι το “Blade Runner 2049” παρα-αφήνει ανοικτά ενδεχόμενα για ένα ακόμα σίκουελ.
Κι επειδή θα ήταν αντιφατικό να με ενοχλεί αυτό καθαυτό το ενδεχόμενο ενός ακόμη σίκουελ, με ενοχλεί ότι ο τρόπος με τον οποίο ανοίγονται τα ενδεχόμενα γίνεται κάπως άγαρμπα και εις βάρος του σώματος της ίδιας της ιστορίας που παρακολουθούμε, εις βάρος της συναισθηματικής εμπλοκής μας με αυτήν.
Καλύτερα να μην υπήρχαν οι συγκεκριμένες ενστάσεις, αλλά δεν είναι ικανές να αλλοιώσουν την τελική εικόνα.
Και όσο αριστούργημα κι αν ήταν το “Blade Runner“, είχε κι αυτό τα επιμέρους μικροπταίσματά του.
Αν κάτι έχουμε μάθει από το σινεμά, είναι πως παραδόξως το τυχόν μεγαλείο μιας ταινίας δεν εξαρτάται καθοριστικά από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ψεγαδιών.
Υπάρχει μια ερώτηση που πρέπει να πετάξουμε στα σκουπίδια:
το τι πόρισμα βγάζει η σύγκριση του “Βlade Runner 2049 “με το “Βlade Runner”.
Aγνοήστε παντελώς αυτήν την ερώτηση και πηγαίντε να δείτε στο σινεμά
(σε μεγάλη οθόνη όπως του πρέπει, με την εικόνα και τον ήχο που του πρέπει)
οραματικό κι ολοζώντανο σινεμά, καλλιτεχνικό κι εμπορικό μαζί, επιβλητικό κι υποβλητικό μαζί,
πετάξτε στα σκουπίδια μαζί με την ερώτηση τη μίζερη νοσταλγική νεκροφιλία και πηγαίντε να δείτε μια μεγάλη ταινία του 2017, την ταινία ενός μεγάλου σκηνοθέτη του καιρού μας.
Κείμενο: Old Boy
Πηγή: www.elculture.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου