Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ο Ελληνισμός μπορεί να αφανίσει την διαστροφή της Νέας Τάξης



Διαβάστε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από ομιλία του ελληνιστή, Perdo Olalla, 


 
που εκφώνησε στην Ημερίδα Κλασσικού Πολιτισμού του Σαγούντο της Ισπανίας, με αφορμή την πρόταση κατάργησης του μαθήματος των ελληνικών στην ισπανική εκπαίδευση, στην οποία και εναντιώθηκε:
 «Θα χάσουμε αν αποκηρύξουμε το ελληνικό στοιχείο μέσα μας. Και για όσους νομίζουν ότι δεν είναι κάτι το σπουδαίο, επιδιώκοντας να μας ελαφρύνουν από αυτό το “νοσταλγικό φορτίο”, τους ρωτώ:

Αν αποκηρύτταμε το ελληνικό στοιχείο τι θα κερδίζαμε; Θα μπορούσε αυτή η απώλεια να δικαιολογηθεί και να αντισταθμιστεί από την προοπτική κάποιου ενδεχόμενου κέρδους; Στο όνομα τίνος προτείνεται η ταφή του Ελληνισμού; Ειλικρινά αυτό που πιστεύω ότι κάνει ένα πολιτισμό μεγάλο, είναι η ικανότητά του να εξελίσσεται και να εμπνέει κάτι το καινούριο.

Και αυτό ακριβώς μας έχει αφήσει η Ελλάδα. (…) Η Ελλάδα ως κληρονομιά, ως πρόκληση και ως θέληση, ανέκαθεν μας ωθούσε στο να γίνουμε καλύτεροι. Και ξεχνώντας την, αφαιρώντας από τις επόμενες γενιές την ευκαιρία να γνωρίζουν το κληροδότημα και την στάση της, θα ελαχιστοποιήσουμε την πιθανότητα, να οικοδομηθεί μελλοντικά ένας κόσμος διαφορετικός. Κάτι που να μην είναι απλώς το διεστραμμένο προϊόν της καταπίεσης και του ψεύδους».

Σημαντικότατα λόγια από τον Olalla, τα οποία κανονικά θα έπρεπε να προβάλλονται στα απανταχού ελληνικά σχολεία. Μην τυχόν όμως και σηκώσουν κεφάλι οι Έλληνες! Μην τυχόν και πάρουν λίγη δύναμη στις δύσκολες στιγμές!



 Δείτε ολόκληρο το ντοκιμαντέρ του Ισπανού ελληνιστή για την Ελλάδα:







Σπάνιες Γαίες, λευκά όπλα ΗΝ, οικονομική κατάρρευση, ΑΤΙΑ

Τα βίντεο Αλκυών Πλειάδες είναι ειδήσεις από όλον τον κόσμο με την μορφή μηνιαίου ντοκιμαντέρ για τους μήνες (Ιούνιος - Ιούλιος). 
Οι πηγές του ποικίλουν από ειδησεογραφικά μέσα, παρουσιαστές, ερευνητές, συνεντεύξεις ειδικών και άλλες.

 Περιλαμβάνονται θέματα όπως κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, διαστημικά, συνωμοσίες, ΑΤΙΑ, φυσικές καταστροφές, περίεργα φαινόμενα κτλ. 

Τα συμβατικά ΜΜΕ σιωπούν για τα περισσότερα από αυτά είτε τα διαστρεβλώνουν είτε τα περνάνε σε "ψιλά γράμματα".

 Η σειρά μεταφράζεται στις ακόλουθες γλώσσες επίσης: Ισπανικά - Αγγλικά - Πορτογαλικά - Γερμανικά - Γ­αλλικά - Ιταλικά - Ιαπωνικά - Ρωσικά 
για να ενημερώνεται όλος ο κόσμος στο που οδηγείται και από ποιους!!!

Ελληνοχριστιανική αγωγή.

Λιαντίνης: Μας δίδαξαν πως ο Χριστιανισμός συμπλήρωσε τον Ελληνισμό. 
Τι Δεν μας Δίδαξαν… 

Μας δίδαξαν πως ο Χριστιανισμός ήρθε και συμπλήρωσε τον Ελληνισμό. Πως με τις νέες ιδέες κάλυψε τα κενά, θεράπευε τις ατέλειες και τα λάθη, ολοκλήρωσε την οπτική και τη θεωρία του, και βάθυνε τα αμμώδη και τα ρηχά της προβληματικής των Ελλήνων. 
Πως πράυνε τη σκληρότητα και μάλαξε την αγερωχία τους για τον άνθρωπο, στρογγύλεψε τις ακμές και τις οξείες της ελληνικής περηφάνειας, και ημέρωσε την τραχύτητα της ανθρώπινης πράξης.
 Μ’ έναν λόγο, πως εξευγένισε τη γενική λειτουργία και έκφραση του βιοτικού τρόπου των Ελλήνων…

Διδάσκοντας οι δάσκαλοι τα αρχαία ελληνικά, μας έμαθαν να βλέπουμε ερμηνευτικά τους Έλληνες κάτω από τα τσακίσματα και τους ρυθμούς των χριστιανών. 
Αυτό σημαίνει, πως αν οι δάσκαλοι από την άποψη της ουσίας παραχάραξαν το ελληνικό νόμισμα, από την άποψη της μορφής ο τρόπος που ερμήνευαν στη συνέχεια τους Έλληνες ήταν να διαθέσουν το κίβδηλο χρήμα στην αγορά από όλες τις τράπεζες του κόσμου.
 Η υφήλιος γιόμισε κάλπικη μονέδα. 
 Σύμφωνα με την τακτική αυτή, κάθε αποτίμηση ελληνικού στοιχείου έπρεπε να περνά μέσα από τους ηθμούς της χριστιανικής λογικής, της χριστιανικής ηθικής, και της χριστιανικής αισθητικής.
 Οι αρχαίοι κίονες γίνανε πέτρες, για να χτιστούν οι τοίχοι των νέων ναών…
Το δίκαιο των ανθρώπινων νόμων δεν είναι να μας χαρίζουν το μεγαλύτερο καλό, αλλά να μας φυλάγουν μέσα στο μικρότερο κακό.
 Ο νόμος των ανθρώπων δεν φιλοδοξεί να μου προσφέρει τον Παράδεισο. Του στέκεται αρκετό να αποτρέψει την Κόλαση να γκρεμιστεί απάνω μου.
 Μια βασική θέση των Ελλήνων, που είναι και η παιδαγωγική της φυσικότητας και της υγείας, λέει πως, είμαι ευτυχισμένος στο βαθμό που δεν είμαι δυστυχισμένος.
Αν θέλουμε να βρισκόμαστε σύμμετροι με την πραγματικότητα, και όχι με τις αφελείς επιθυμίες μας, τότε θα δεχθούμε ότι μέσα στην ανθρώπινη φύση περιπλεονάζει η φαυλότητα και το στοιχείο της άρνησης. 
Μία από τις δέκα θεμελιώδεις προτάσεις των Ελλήνων, που τη βάζουν μάλιστα και στο στόμα των εφτά σοφών, λέει:
 «Οι πλείστοι άνθρωποι κακοί». 
Και στη νεότερη εποχή το ίδιο νόημα μας το ‘δωκε η απαρηγόρητη διατύπωση του Χόμπς: 
«Ο άνθρωπος είναι λύκος για τον συνάνθρωπο». 
 Σε μια τέτοια λοιπόν πραγματικότητα να πασχίζεις να εφαρμόσεις το «αγαπάτε αλλήλους» των χριστιανών είναι σαν να βάζεις φωτιά και να ζητάς να πυρπολήσεις τον χιονισμένο κάμπο…
Σχετικά με την αγάπη, την παρούσα στους χριστιανούς και την απούσα στους Έλληνες, αν θέλουμε να βρισκόμαστε σύμμετροι, όχι με την πλάνη και την υποκρισία, αλλά με την αλήθεια και την εντιμότητα, θα υποχρεωθούμε να αναδιατάξουμε τις θέσεις μας από τα θεμέλιά τους.
 Για τους Έλληνες αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη· 
αυτό που διαφορετικά το περιγράψανε με τη μεγαλώνυμη λέξη της Δίκης·
 να επιδικάζεις στον άνθρωπο την τιμή του· 
να μη γίνεσαι υπέρογκος και υβριστής απέναντι στους νόμους της φύσης και στους νόμους των ανθρώπων να κατέχεις και να δείχνεις τη νόστιμη και τη μέτρια ανθρωπιά· 
αυτό που οι Ευρωπαίοι ερμηνευτικά το βάφτισαν Ουμανισμό.
 Και όλα αυτά χωρίς γλυκασμούς και χωρίς ηχηρότητα. 
Με γνώση, με πίκρα και με βούληση.
Για τους Έλληνες, δηλαδή, αγάπη δε σημαίνει να δίνεις τον ένα από τους δύο χιτώνες σου. 
Αλλά να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να ‘χει τρεις χιτώνες, όταν ο διπλανός δεν έχει κανέναν.
 Η θέση των χριστιανών να δίνεις από τα δύο το ένα σε ‘κείνον που δεν έχει κανέναν, είναι η νοσηρή αντίδραση απέναντι στους νοσηρούς όρους. 
Η ελεημοσύνη δεν ταιριάζει στον αξιοπρεπή και τον περήφανο άνθρωπο.
 Γιατί ζητεί να λύσει το πρόβλημα προσωρινά, και εκ των ενόντων να «κουκουλώσει» μια κοινωνική αταξία.
 Ενώ η θέση των Ελλήνων να μην αποκτήσεις τρία, όταν ο δίπλα σου δεν έχει ούτε ένα, είναι η υγεία. 
Σου υποδείχνει να προλαβαίνεις στοχαστικά, για να μη χρειάζεσαι ύστερα να γιατροπορεύεις ατελέσφορα.
 Άλλωστε η θέση αυτή είναι, αλλιώτικα, η βάση εκείνης της υπέροχης σύλληψης στο κοινωνικό πρόβλημα, που οι Έλληνες την είπανε δημοκρατία. 
Ξέρεις άλλη λέξη με πιο αδρή, πιο γόνιμη, πιο πλούσια, πιο σοφή, και πιο έμορφη αν θέλεις ουσία από τη λέξη δημοκρατία;
 Εγώ δεν ξέρω. 
Και γράμματα γνωρίζω, που λένε στα δικαστήρια.
Αυτή την πρωταρχική συμπεριφορά των Ελλήνων, που προφταίνει να σε φυλάγει από τη διολίσθηση στο ηθικό χάος, ο Αριστοτέλης τη χάραξε σε μια πρόταση μαρμάρινη.
 Μοιάζει με τις εξισώσεις που διατυπώνουν οι μεγάλοι φυσικοί:
 «Ο αλτρουισμός», λέει, «είναι στον ίδιο βαθμό λανθασμένη προκατάληψη με τον εγωισμό». 
 Ο αλτρουισμός των χριστιανών όμως δεν είναι τέτοιο δώρο.
 Αλλά είναι η πρόφαση για να διαιωνίζεται ο εγωισμός τους. 
Σκέφτηκες ποτέ πόσο ατιμωτική είναι για σένα η στιγμή που ελεείς το διακονιάρη; 
Πώς επιτρέπεις, και πώς ανέχεσαι την υπεροχή σου απέναντί του;
 Η ελεημοσύνη σου τον φτύνει καταπρόσωπα.
Οι χριστιανοί ποτέ δε θα μπορούσαν να πουν αυτό τον λόγο του Αριστοτέλη. 
Γιατί έρχονται να διακονήσουν την αρρώστεια. 
Δεν έρχονται να στεφανώσουν την υγεία.
 Η πρόταση του Αριστοτέλη είναι ο λόγος ο φυσικός και ο ολόκληρος.
 Αντίθετα, το «αγαπάτε αλλήλους» των χριστιανών είναι η θέση η μισή και η αφύσικη. 
 Γιατί ο άνθρωπος δεν αγαπά μόνο, αλλά εξίσου μισεί.
 Πράγμα που είναι και το φυσικό και το καθημερινά συμβαίνον… 
Ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να μισήσει ποτέ, μοιάζει με τη σκύλα που δεν μάχεται τον λύκο, σαν έρχεται επίβουλα στο μαντρί, αλλά ζευγαρώνει μαζί του. 
Έτσι όμως ποιος θα φυλάξει τα πρόβατα;

Επειδή η διδασκαλία των χριστιανών αγνόησε ή παράβλεψε αυτό το δεύτερο φυσικό μισό, η φύση και τα πράγματα την τιμώρησαν με τη χειρότερη τιμωρία. 
Την έκαμαν στα λόγια να γίνεται διδασκαλία απλότητας και αγάπης, και στην πράξη να μένει συμπεριφορά πονηρίας και μίσους.
 Αυτό το αναποδογύρισμα στα σκοτεινά το περιγράφει η περίφημη υποκρισία των χριστιανών, που συνέχεια τη βλέπουμε γύρω μας, και συνέχεια την παραβλέπουμε αδιάφορα. 
Η υποκρισία των χριστιανών μας είναι καθημερινή και βραδυνή και μεσημβρινή. Μας παραστέκει όπως το νερό που πίνουμε, και μας κυκλώνει όπως ο αέρας που ανασαίνουμε. 
Θα φέρω δύο δείγματα, για να δείξω ότι αυτό το μίσος είναι η οξύτερη μορφή εχθροπάθειας, που μπόρεσε να ξεδιπλώσει η ανθρώπινη φύση.
 Το ένα δείγμα είναι η επινόηση της Κόλασης με τα βασανιστήρια της.
 Αναλογίστηκες ποτέ, τι σημαίνει την ώρα που πεθαίνει ο άνθρωπος να του φορτώνεις τον τρόμο του αιώνιου μαρτυρίου της Κόλασης;
 Η ώρα του θανάτου που κάποτε θα ‘ρθει για τον καθένα μας, ο θάνατος είναι η μοναδική σταθερά της ανθρώπινης φύσης, είναι μια ώρα απερίγραπτης τραγικότητας. 
Γιατί εκείνη τη φοβερή στιγμή ο άνθρωπος εξοφλεί την επιταγή της ζωής.
Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή της ανεκλάλητης χρείας και της φρικτής εγκατάλειψης είναι ακριβώς που διάλεξε η Εκκλησία να φορτώσει τον αφελή χριστιανό με τους αιώνιους τρόμους της Κόλασης:

Θα ζεις, του λέει, αιώνια κλεισμένος σ’ έναν πύρινο τάφο.
Να φορτώνεις λοιπόν τον άνθρωπο τον αφελή και τον αθώο κάπου, γιατί είναι το μεγάλο σου θύμα, με τέτοιες φρικτές φαντασίες την πανίερη και την υπέρτατη και τη φοβερή ώρα που ψυχομαχεί·
 την ώρα που δίνει την πιο άγρια μάχη 
-τί ‘ναι μπροστά της τα Γαυγάμηλα και οι Κάννες και η Μάχη των Εθνών!
- να βγει η ψυχούλα του για να λυτρωθεί από την αγωνία του θανάτου.
 Ερωτώ: Ποιος σατανάς, ποιο ανθρώπινο τέρας, ποιος αρχιτέκτονας του σκότους και του ουαί θα μπορούσε να δείξει αγριότερο μίσος και να επινοήσει χειρότερο μαρτύριο για τους ανθρώπους;
Το άλλο δείγμα μου είναι το κείμενο του αφορισμού της Εκκλησίας.
 Ακούστε τις λέξεις, κοιτάχτε τις σκηνές, και μετρήστε το μίσος που υπάρχει στο τυπικό του αφορισμού, την ώρα που ξεστομίζεται από το ρύγχος του ιερέα:
 «Να είσαι αφωρισμένος, καταραμένος, και μετά θάνατον άλυτος.
 Αι πέτραι και ο σίδηρος να λυθούν, συ δε μηδαμώς. 
Να σχισθή η γη και να σε κοταπίη ως τον Δαθάν και τον Αβειρών. 
Να τρέμης επί γης ως ο Κάιν, και να απόκτησης την λέπραν του Γιεζή, και την αγχόνην του Ιούδα. 
Περιπλέον να έχης τας αράς των 318 θεοφόρων πατέρων».
 
Ναι. Τις κατάρες των θεοφόρων πατέρων! 
Οι άγιοι, δηλαδή, και ο θεός που φέρνουν μέσα τους, θεοφόροι για, δεν είναι άλλο παρά χολή και ανάθεμα, πίσσα, οργή, μισανθρωπία, βρασμός και βρυγμός και τριγμός, καταλαλιά και αποθηρίωση.
 Ίδε η θρησκεία της αγάπης! 
Οποίον τρομερόν όπλον!
 λέει ο άγιος Παπαδιαμάντης μας για τον αφορισμό.
 Κι ένας άλλος θα μπορούσε να προσθέσει: 
Και ενάντια σε τι ανθρώπους σφεντονίζεται!…



Αν διατάξει κανείς το πρόβλημα της σχέσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού μετωπικά, και το κοιτάξει κατάματα, θα βρει να κρατήσει δύο κρατούμενα. 
 Το ένα είναι πως η σύνθεση αυτών των δύο κοσμοθεωριών σε ενότητα συνιστά το ακρότατο σημείο του αφύσικου μέσα σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος.
 Το άλλο είναι πως η απόπειρα να συνταιριαστούν αυτές οι δύο αταίριαστες ροπές δυνάμεων συνιστά την κατεξοχήν ερμηνευτική τερατωδία του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
 Μεγαλύτερη πομφόλυγα, και πιο γελοίο τσαλίμι από αυτό που ονομάστηκε "Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός" δε θα μπορούσε να σκαρφιστεί και να σκαρώσει ο άνθρωπος.
 Βλέπω έναν Τουρκαλβανό, με προβιά και τουλουπάνι, να πηδοκοπά και να λυγίζει χορεύοντας βαλς στα Χειμερινά Ανάκτορα της Πετρούπολης την εποχή του Στολύπιν…
Χαλκεύουμε και τεχνουργούμε το νέο άνθρωπο εκατό τοις εκατό πλαστικό, και εκατό τοις εκατό αφύσικο.
 Γιατί αφύσικη και πλαστική ως το μυελό των οστών της είναι τούτη η περιλάλητη ελληνοχριστιανική σύνθεση.
 Ενώστε το τραγί και την έλαφο, και θα ‘χετε τραγέλαφο.
 Παράλογα και αφύσικα, και πανούργα και γελοία, ανυπόστατα και καρκινοπαθή, και εγκληματικά και απάνθρωπα έργα του ανθρώπου ψάχνοντας θα βρούμε πολλά. 
Η έμπνευση όμως που είχαν κάποιοι να επιχειρήσουν τη μίξη του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, και στη συνέχεια να την ονομάσουνε «εύκρατη κράση», είναι μία πράξη που μένει σαν η αποθέωση του θράσους, της άγνοιας, της πανουργίας, και της σύγχυσης των φρενών…
Τι ορίζει τη διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους χριστιανούς;

 Μία διαφορά, που από ένα σημείο και πέρα γίνεται αντίθεση, εναντίωση, ρήξη, πάλη της φωτιάς με το νερό;
 Εκείνο που ορίζει τη διαφορά είναι κάτι απλό και σαφές, όσο και το φύλλο της ελιάς.
 Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι απόλυτο και ακραίο.
 Η διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι πως οι Έλληνες οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην παρατήρηση και στη νόηση, ενώ οι χριστιανοί οικοδόμησαν ένα κόσμο που στηρίζεται στην υπόθεση και στη φαντασία.
Η παρατήρηση των Ελλήνων είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε πάντα να βεβαιώνεται πρακτικά από τα συμβαίνοντα στη φύση, και πάντα να αποδεικνύεται χειροπιαστά από το πείραμα στο εργαστήριο.
 Λέμε, για παράδειγμα, σήμερα ατομική φυσική, και ξεκινάμε από το «άτομο» του Δημόκριτου. 
Και στην ατομική φυσική τίποτα δεν γίνεται δεκτό από την κοινότητα των φυσικών, εάν προηγουμένως δεν του δοθεί το «ναι» του εργαστηρίου. 
Αντίθετα, η υπόθεση των χριστιανών είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε μένει αναπόδειχτη.
 Οποιοδήποτε δεδομένο των χριστιανών ποτέ δε θα βρει την εφαρμογή του μέσα στην κλίμακα της φύσης. 
Ποτέ και κανείς, λόγου χάρη, δεν είδε τον θεό μέσα στις εξισώσεις του Αϊνστάιν ή στο λαμπορατόριο.
 Ποτέ και κανείς δεν είδε ένα νεκρό να ξανανεβαίνει στο φως, και να βγάζει λόγο για τον Παράδεισο και την Κόλαση. 
Ποτέ και κανείς δεν αγάπησε το ξένο παιδί όσο αγαπά το δικό του, ή δέχτηκε να πεθάνει το δικό του παιδί στη θέση του παιδιού ενός ξένου.
Πιο απλά, οι Έλληνες ξεκινούν από τη φύση και το ορατό.
 Το όργανο της μελέτης τους είναι η λογική… 
Αντίθετα, οι χριστιανοί ξεκινούν από την ψυχή και το αόρατο.
 Το όργανο της μελέτης τους είναι η φαντασία και το συναίσθημα…

 Ξεκινώντας λοιπόν από τις αφετηρίες της παρατήρησης και της φαντασίας βρίσκουμε και εξηγούμε, γιατί η μέθοδος των Ελλήνων οδήγησε στην επιστήμη, και γιατί ο τρόπος των χριστιανών οδήγησε στη θρησκεία. 
 Και πάρα πέρα, βρίσκουμε και εξηγούμε, γιατί το κριτήριο της επιστήμης είναι η πειραματική απόδειξη της γνώσης, και στη συνέχεια η αναγκαστική αποδοχή της από κάθε φρόνιμο άνθρωπο, ενώ το γνώρισμα της θρησκείας είναι «η εξ αποκαλύψεως αλήθεια» και το «δόγμα».

 Ο Αυγουστίνος, ένας πρώιμος και βαθύς θεωρητικός των χριστιανών, έλεγε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον Χριστιανισμό είναι τα μαθηματικά.
 Η πιο καθαρή δηλαδή μορφή της επιστήμης.
 Ήξερε ο άνθρωπος… 
Οι χριστιανοί του Μεσαίωνα, και μάλιστα του βυζαντινού, ήσαν πολύ πιο έντιμοι από τους σύγχρονους ανεμοκυκλοπόδηδες, που με τον ζήλο τους να συγχρωτίσουν Ελληνισμό και χριστιανισμόανακάτεψαν τον λαγό με τη χελώνα. 

 Γιατί είπαν καθαρά και ξάστερα ότι οι Έλληνες ήσαν μωροί.
 Τους κηρύξανε μια και καλή σε πνευματική πτώχευση ως την αυτοκτονία. 
Και διαρρήξανε μαζί τους τελειωτικά όλους τους ιστούς και όλους τους συνδέσμους. 
«Τί πλανώνται προς Πλάτωνα; Τί Δημοσθένη στέργουσι τον ασθενή; Τί μη ορώσιν Όμηρον όνειρον αργόν;»,
 λέει ο Ρωμανός σε κάποιον ύμνο του για τη μωρία, την αφασία, και την παραλυσία των Ελλήνων… 

Είναι έντιμη στάση, γιατί από το βάθρο της καθαιρεί τη λογική των Ελλήνων, και στη θέση της υψώνει την πίστη… 

Η σύγχρονη όμως τακτική των σχολείων μας που θέλει να ερμηνεύει τους Έλληνες μέσα από το καλειδοσκόπιο των χριστιανών, είναι οικτρή απόπειρα ευνουχισμένων στο κρεβάτι.
 Και τρομάρα νεκροφάνειας στο φέρετρο…

 Αποσπάματα από τα «Ελληνικά» 
                         του Δημήτρη Λιαντίνη

Ένας προσκυνητής, σε μια χώρα που οι κάτοικοί της δεν την γνωρίζουν.

Βλέπουμε περισσότερο με το μυαλό, παρά με τα μάτια.
 Έτσι την ψυχή μας την δονούν πράγματα που διδαχτήκαμε σαν όμορφα, ενώ μας αφήνουν αδιάφορους οι πραγματικές ομορφιές τούτου του κόσμου.
 Έτσι και πνευματικά μας συγκινεί το εύκολο και το ρηχό, αποφεύγοντας το δύσκολο, το βαθύ, νοιώθοντας μάλιστα απέναντί του όχι κατωτερότητα, αλλά περιφρόνηση. 
Ένα παράδειγμα για την πνευματική ερήμωση, είναι η περιφρόνηση του σύγχρονου κάτοικου της Ελλάδας, για  την φιλοσοφία ή για την κορυφαία παραγωγή του ανθρώπινου πνεύματος, την τραγωδία. 
Αυτό το πνεύμα που είναι συνδεδεμένο με τούτο τον τόπο, σε τέτοιο βαθμό, όπως η πνοή κρατά ζωντανό το σώμα ενός ανθρώπου και όπως το σώμα συντηρεί την πνοή.


Στον αντίποδα των τουριστών της Μυκόνου, των χοιρογρυλίων και της ανθρώπινης αποσύνθεσης, υπάρχει ένας άλλος μεγάλος αριθμός, πραγματικών προσκυνητών σε αυτό τον τόπο.

 Ένας από αυτούς είναι ο Γκι Ρασέ, ο οποίος στην εισαγωγή του βιβλίου του "Προσκυνητής στην αρχαία Ελλάδα" θα γράψει: "Στην Ελλάδα πρέπει να καταφεύγουμε με το ίδιο πάθος και ενθουσιασμό με τα οποία ο προσκυνητής του μεσαίωνα ξεκινούσε για την Παλαιστίνη. Το ταξίδι στην Ελλάδα, είναι το προσκύνημα της ψυχής στις πηγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σε αυτόν τον άγιο τόπο όπου γεννήθηκε το κύτταρο που εξέθρεψε τον δυτικό κόσμο."
Η περίπτωση του Γκι Ρασέ, είναι η περίπτωση των "άλλων ταξιδιωτών", που δεν τους πολυκαταλαβαίνει ο μέσος άνθρωπος τούτης της χώρας. 

Είναι από εκείνους που στέκονται στην ουρά για την είσοδο στους αρχαίους χώρους, τους οποίους μάλιστα συχνά βρίσκουν κλειστούς, εκείνους που δεν ανεβαίνουν στα μπαρ της Μυκόνου, μα ψάχνουν μία ήσυχη ακρογιαλιά για να ακούσουν εκείνη την υπέροχη μουσική της πανάρχαιης ελληνικής  θάλασσας που έλεγε ο Ρίλκε, είναι εκείνοι που δεν κυλιούνται τα ξημερώματα στα σοκάκια της Ρόδου, μα παίρνουν το πρωινό τους απέναντι από την αρχαία αγορά συντροφιά με ένα βιβλίο. Εκείνους τους παράξενους ταξιδιώτες, ο μέσος κάτοικους τούτου του τόπου, ακριβώς όπως κάθε τι πνευματικό, τους περιφρονεί, μην μπορώντας να τους κατανοήσει.
Αλλά εγώ θα σας μεταφέρω την αρχή και το τέλος τους βιβλίου ενός από αυτούς τους παράξενους ταξιδιώτες. 

Από εκείνους που έρχονται σαν προσκυνητές και όχι σαν βάρβαροι επιδρομείς σε τούτη την ιερή γη. 
Και δυστυχώς θα δείτε ότι αυτός ο άνθρωπος βλέπει σε αυτό τον τόπο, εικόνες που δεν τις βλέπει ο νους του μέσου κάτοικου της Ελλάδας.
 Ένας κάτοικος της χώρας που βλέπει σημαντικά, όσα βλέπει σημαντικά και ο βάρβαρος επιδρομέας.
Πως ξεκινά ο συγγραφέας; Με την επίσκεψη στην Κέρκυρα:
"Ούτε το λιμάνι, ούτε η πόλη της Κέρκυρας είναι δυνατόν να τραβήξουν την προσοχή. Θα χρειαστεί να πάει κανείς ως το κανόνι, από όπου έχει υπέροχη θέα στο νησάκι του Οδυσσέα και σε όλο το παλιό λιμάνι με τα κρυσταλλένια νερά, ή να διαβεί τις δασοσκέπαστες πλαγιές της Παλαιόπολης αναζητώντας την αρχαία Κέρκυρα, για να συνειδητοποιήσει την ομορφιά αυτού του νησιού.Από τη μια απλώνεται η θάλασσα, η Ελληνική θάλασσα που αστράφτει στο φως, και από την άλλη οι γαλαζωποί λόφοι σπαρμένοι με κυπαρίσσια που όμοιά τους σε ομορφιά δεν βρίσκεις πουθενά αλλού."
Οι δύο πρώτες εικόνες που θαυμάζει ο βάρβαρος, είναι το λιμάνι με τα καφέ και η πόλη με τα μπαρ και τα μαγαζιά. 

Αυτά ακριβώς τα παραβλέπει ο προσκυνητής.
 Εκείνος ψάχνει την ελληνική ομορφιά.
 Εκείνη την ομορφιά που  θέα της ενέπνευσε τον Έλληνα.
 Ο Γκι Ρασέ στην συνέχεια θα ψάξει να βρει τον τόπο που έφτασε ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων. 
Εκεί θα θυμηθεί τις περιγραφές του Ομήρου και την Ναυσικά να γλυκοτραγουδά.
Στην συνέχεια με παρόμοιο τρόπο, ο Γάλλος επισκέπτης θα περιηγηθεί στην δυτικά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο,  στην Στερεά, στην Θεσσαλία, θα περάσει τον θεϊκό Όλυμπο, για να καταλήξει στην Θεσσαλονίκη.

Στο τέλος του βιβλίου, θα σας μεταφέρω και πάλι τις εντυπώσεις, οι οποίες θα ξαφνιάσουν και πάλι τα αυτιά κάθε Ρωμιού.
 Έτσι τελειώνει στις δύο τελευταίες σελίδες ο Γκι Ρασέ:

"Η Θεσσαλονίκη, τελευταίος σταθμός του προσκυνήματος στην Ελλάδα πριν περάσουμε σε έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο, τον κόσμο των Σλάβων, είναι η ελληνική πόλη με τα περισσότερα βυζαντινά κατάλοιπα.
 Ο αναγνώστης θα εκπλαγεί ίσως, επειδή στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού δεν αναφέρθηκα στα βυζαντινά κατάλοιπα της Χαλκίδας, στα Μετέωρα, στο άγιο όρος κλπ...
  Δεν μίλησα για το Βυζάντιο, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν είναι Ελλάδα, είναι μάλλον η άρνηση της Ελλάδας. 

Παρατηρήστε αλήθεια την ιεραρχημένη βυζαντινή αυλή, με τους χίλιους τίτλους που μας φαίνονται σαν παιδιαρίσματα, τη δυσκίνητη δημόσια διοίκηση με τα πλήθη των υπαλλήλων, σε πλήρη αντίθεση προς την απλότητα και την ευκαμψία της διακυβέρνησης των δημοκρατιών ή και των ελληνιστικών βασιλείων. 

Παρατηρήστε όλη αυτή την επίδειξη, τον δεσποτισμό των αυτοκρατόρων, τον φανατισμό που αποτελεί την τη συνηθέστερη εκδήλωση σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής ιστορίας.

 Τη διαμάχη των εικονοκλαστών, που ήταν μια παραφροσύνη ανάμεσα στις τόσες άλλες, εκείνη την σκληρότητα, την βαρβαρότητα, το αίμα που ρέει και κηλιδώνει την ιστορία του Βυζαντίου. απ' αρχής μέχρι τέλους, εκείνες τις μηχανορραφίες, τις επαναστάσεις του παλατιού, πάντοτε θηριώδες και φοβερές. 

[Αρκεί να διαβάσει κάποιος την χρονογραφία του Ψελλού, η οποία εντούτοις, περιγράφει μικρή μόνον χρονική περίοδο της Βυζαντινής ιστορίας. Δεν συναντούμε σε αυτήν τίποτε άλλο, παρά μόνον, εξεγέρσεις, συνωμοσίες, δολοφονίες, εξορύξεις οφθαλμών κλπ].

 Τίποτε άλλο δεν υπάρχει που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση προς το ελεύθερο και φωτεινό πνεύμα της Αθήνας από όλα όσα προαναφέραμε. 

Συγκρίνετε αυτόν τον Παντοκράτορα Χριστό, τον τόσο τυπικά και θλιβερά βυζαντινό, με τα κοίλα, υπερμεγέθη μάτια, μαύρα όπως ο θάνατος, με το σκυθρωπό και κάτωχρο πρόσωπο, συγκρίνετέ τον με οποιαδήποτε μορφή του Ερμή, του Απόλλωνα ή του Διόνυσου, που ακτινοβολούν από ζωή, ομορφιά, ισορροπία και αρμονία και θα καταλάβετε τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την ελληνική από την βυζαντινή ψυχή.

 Είναι ο θρίαμβος της ζωής και του καθαρού λόγου, απέναντι στο θρίαμβο του θανάτου και του ανατολίτικου μυστικισμού. 

Είναι η ψυχή η ξαναμμένη από την ομορφιά, την καλλιτεχνική δημιουργία, την αγάπη για την ζωή, απέναντι σε μια φτωχή και αποστειρωμένη ψυχή, συντεθλιμμένη από μια θρησκεία του θανάτου και του πόνου, μια θρησκεία που περιφρονεί τον άνθρωπο, την φύση, τη ζωή και οτιδήποτε γήινο, όλα δηλαδή όσα κάνουν την ζωή μας να αξίζει.
  Η Αθήνα είναι η αξεπέραστη κορωνίδα του πολιτισμού με όλες τις αξίες που αυτός περιέχει, είναι ο θρίαμβος του κάλλους, η κατ' εξοχήν πατρίδα του τίμιου ανθρώπου, του "καλού κ' αγαθού." 

Το Βυζάντιο είναι ο θρίαμβος των βαρβαροτήτων της ανατολής, ο θρίαμβος της πιο ανήθικης ιδέας που ταλαιπώρησε τον άνθρωπο, ότι δηλαδή η Γη  είναι μια κοιλάδα δακρύων, ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται σε έναν νεφελώδη και υποθετικό ουράνιο κόσμο και ότι η ζωή δεν είναι παρά μια προετοιμασία για τον θάνατο.
  Η Βυζαντινή λογοτεχνική παραγωγή είναι εξαιρετικά φτωχή και απογοητευτική. 
Σε έναν Ηρόδοτο, σε έναν Θουκυδίδη, έναν Πολύβιο οι μόνοι που έχει να αντιπαρατάξει το βυζάντιο είναι ο Προκόπιος, ο Ψελλός και ο Φώτιος. 
Στον Ισοκράτη και τον Δημοσθένη, ο Νικηφόρος Γρηγοράς.
 Στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο, ο Δημήτριος Κυδωνιεύς. 
Στον Πλούταρχο, ο Μάρκος ο Διάκονος... 

Δεν τολμώ να αναφέρω τον Όμηρο... 
Τα χάνει κανείς μπροστά σε τόση ευτέλεια και ελαφρότητα.
  Επιπλέον παρατηρείται παντελής έλλειψη πρωτότυπης σκέψης και ολοκληρωτική απουσία του θεάτρου και της μεγάλης "κοσμικής" ποίησης.
 Αν εξαιρέσουμε τον Πλήθωνα, πλατωνιστή του 15ου αιώνα, που είναι ο μόνος βυζαντινός ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί στοχαστής, δεν βλέπω παρά μόνο τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που υπήρξε αναμφίβολα μέγας ρήτορας, αλλά που η φιλοσοφική του σκέψη περιορίζεται στην ηθική της κατήχησης."
 
Σε αυτές τις τελευταίες σελίδες του Ρασέ, κρύβετε το δράμα του εκβαρβαρισμού μας. Αυτή η αδυναμία λόγω της κακής μας παιδείας, ώστε να μπορούμε να ξεχωρίσουμε "τον πάμφωτο ναό της Αφαίας στην Αίγινα, από το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες" όπως μας έλεγε ο Λιαντίνης. Ζούμε σε μία χώρα, την οποία δεν μπορούμε να την δούμε. Περπατάμε τυφλοί στις ακρογιαλιές και δεν ακούμε το θρόισμα της δάφνης. Έτσι μας έμεινε και ανέκδοτο, το μεγαλύτερο ποίημα του εθνικού μας ποιητή, του Δ. Σολωμού:
Κάθε ρείθρο ερωτεμένο, κάθε αύρα καθαρή, κάθε δέντρο εμψυχωμένο με το φλίφλισμα ομιλεί.
Κι` όπου πλέον μοναχιασμένοι είναι οι βράχοι σιγαλοί Μ ή ν ι ν  ά ε ι δ ε θε ν` ακούσεις να σου ψάλλει μια φωνή.
Και συ ακόλουθα τον στίχο .............................. για να ιδείς, αν γνωρίζει τη φωνή σου ο τυφλός ο ποιητής.
Έτσι έφτασε και στην τραγική διαπίστωση ένας άλλος μεγάλος μας ποιητής. Ο Κ. Παλαμάς:


 Των Ελλήνων την πατρίδα/ βάρβαροι την ατιμάζουν!
Όπου ανθοπετούσαν οι Έρωτες/ παραδέρνει η νυχτερίδα. Στη νυχτιά μας μια πυγολαμπίδα,/ των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει, κ’ είναι μια νυχτιά που δεν τη διώχνεις,/ του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα! Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν/ βάρβαροι από βάθη και από ύψη. Κι όταν, μ’ ένα τρίσβαθο ωχ!/ των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε: "Είσαι συ ο ξανθός Απόλλωνας;" / Αποκρίνεσαι:- "Ειμ’ εγώ ο Μολώχ!".

 Ένα τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου για την Ελλάδα.
 Πάντα επίκαιρο....
 Ερμηνεύει η Χάρις Αλεξίου με τον συνθέτη στο πιάνο.
 Από την εκπομπή της ΕΡΤ "Μουσική βραδυά" (1976) με τον Γιώργο Παπαστεφάνου. 
Οι στίχοι είναι επίσης του Γ. Μαρκόπουλου.

Το τραγούδι πρωτοκυκλοφόρησε στον δίσκο 'Ανεξάρτητα" (1975).

 Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια 
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά 
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
 κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά 
κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της 
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί 
τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια 
για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη

 Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω πάψε να με κυβερνάς 
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω πάψε να με τυραννάς 

Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου 
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς 
χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου 
στη ζωή μου κι η ομορφιά σου 
μου γιατρεύει τους καημούς
 ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις
 μιά ιστορία πως ήταν τότες
 η μανούλα μας παλιά 
έπεφτε ξύλο σα γινόταν φασαρία
 ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά

 Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου σπαράζεις την καρδιά 
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου πληγώνεις τη χαρά 

Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι 
τη κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ 
η μητέρα είπε ήταν ένα κοριτσάκι
 που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
 τα άνθη στόλιζαν το αγέρωχο κεφάλι
 μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη 
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
 εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή 

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου΄χεις φάει τη ψυχή
 Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί

 Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα 
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές 
το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα 
κι απ΄τα κουρέλια του φαινότανε 
οι πληγές κι αν μας χτυπάει με μανία 
και φωνάζει τη βάζουν άλλοι
 με συμφέροντα πολλά το όνειρο 
που φεύγει την τρομάζει 
να αναζητάει μιά χαμένη ελευτεριά 

 Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα στο καμίνι της φωτιάς
 Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα πες μας πάλι τί ζητάς

 Δικαιώματα: ΕΡΤ Α.Ε.

Blade Runner 2049: Δυο τρόποι να κοιτάς το χιόνι


Mε αφορμή το "Βlade Runner 2049" του Ντενί Βιλνέβ

 

 Δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθεί το μέλλον, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις τεχνολογικές εξελίξεις και σε τι κόσμο θα ζούμε σε μερικές δεκαετίες από σήμερα, αλλά ένα πράγμα μπορούμε να το προβλέψουμε: ότι ο κόσμος δεν θα είναι πάντως όπως τον έχουν οραματιστεί τα βιβλία και οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας.

Ξαναβλέπεις εν έτει 2017 το πρώτο “Blade Runner“, πέφτει μπροστά στα μάτια σου το 2019 στο οποίο διαδραματίζεται, και λες ποια υπερπροηγμένα ανδροειδή, ποιος εποικισμός άλλων πλανητών, πού έλεγαν ότι θα είχαμε φτάσει. 

Και μετά, σε έναν κόσμο τόσο τεχνολογικά μπροστά από τον δικό μας, ο Ντέκαρντ για να πάρει ένα τηλέφωνο πάει σε θάλαμο. Ε, πώς αλλιώς να επικοινωνούσε ο άνθρωπος (που λέει ο λόγος);  Ό,τι κι αν σκέφτηκε ο Φίλιπ Ντικ με το “Do Androids Dream of Electric Sheep” το 1968 και οι δημιουργοί του “Blade Runner” το 1982 για το μέλλον που έφτασε να είναι το παρόν μας, ήρθε η σειρά του σίκουελ και των ανθρώπων που ζουν στο παρόν μας να οραματιστούν το δικό μας μέλλον. 

“Blade Runner 2049” λοιπόν. 

Μια ακόμη νοσταλγική επιστροφή στα 80s και ταυτόχρονα μια προβολή στο μέλλον.

 

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 λοιπόν, φαίνεται ότι οι άνθρωποι φαντάζονταν ακόμη το μέλλον με όρους φωτεινούς. 

Δυστοπικός – ξεδυστοπικός, ο κόσμος του πρώτου “Blade Runner” είναι ακαταμάχητα μαγευτικός. 

Μπορεί να μη βλέπεις φύση, μπορεί να μη βλέπεις τον κόσμο στο φως της μέρας, αλλά το νυχτερινό Λος Άντζελες του 2019 με τους νέον φωτισμούς του είναι σαν διαστημούπολη, είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο θέλεις να χαθείς.

 Η ταινία είναι τόσο καταλυτικά ερωτεύσιμη ακριβώς γιατί δεν μπορείς να αντισταθείς σε τόση κινηματογραφική ομορφιά, στο τελικό οπτικοακουστικό αποτέλεσμα που συνέθεταν η σκηνοθεσία του Ρίντλεϊ Σκοτ, η φωτογραφία του Τζόρνταν Κρόουνγουεθ, τα σκηνικά του Λόρενς Πολ, τα οπτικά εφέ, η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου. 

Πολύ λίγες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου έχουν φτιάξει έναν κόσμο τόσο αυθεντικά δικό τους. 

 Στο 2049 όμως ο Βιλνέβ μας προσφέρει έναν διαφορετικό κόσμο. 

Κινηματογραφεί την αφιλόξενη ημέρα, την ερημιά, την κίτρινη ξεραΐλα, τoν κρανίου τόπο. 

Η φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς και τα σκηνικά του Ντένις Γκάσνερ θα μείνουν σημείο αναφοράς, σχεδόν κάθε σεκάνς διαδραματίζεται σε ένα διαφορετικό σκηνικό και η είσοδος σε κάθε διαφορετικό σκηνικό σου προκαλεί ένα δέος, δέος άλλου τύπου όμως από αυτό του αριστουργήματος του Σκοτ.

 Δύσκολα θα μπορούσε να συγκριθεί οτιδήποτε με το πόσο αφιλτράριστα περνούν μέσα σου οι εικόνες του πρώτου “Blade Runner”.

 Ναι, τέτοιου είδους ακαριαία επίδραση η ταινία του Βιλνέβ δεν έχει. 

Αλλά έχοντας μέσα της πολύ Ταρκόφσκι και πολύ Κιούμπρικ επιδρά πιο υπόγεια, πιο αργόσυρτα, λιγότερο με όρους ακαριαίου μαγνητισμού και περισσότερο με όρους σταδιακής καταβύθισης

Εδώ δεν έχουμε τις εικόνες και τις μουσικές μαγνήτη, τις εικόνες που θέλουν να σε σαγηνεύσουν, εδώ ακόμη και η μουσική θέλει να σε τινάξει, να σε θορυβήσει, εδώ η ταινία σε κάνει δικό της όχι επιχειρώντας να κοπιάρει τη σαγήνη του προκατόχου της, αλλά επιχειρώντας να αντιπαρατάξει σε εκείνον τον κόσμο που είχαμε μάθει, έναν σχεδόν ολότελα άλλο.

 

Το 2017 λοιπόν φαντάζει πολύ δύσκολο να σκεφτείς λαμπερά για το μέλλον, ακόμη κι αν πρόκειται για τη νέον λάμψη των διαφημίσεων.
  
 Στον κόσμο του αρχικού Blade Runner θα ήθελες να ζήσεις, ή στην χειρότερη εκδοχή θα ήθελες να περάσεις μια νύχτα εκεί. Εδώ πάλι, όχι. Άσε που έχει σκηνές όπως αυτή με το παιδικό εργοστάσιο που οι αναλογίες της με την πραγματικότητα είναι μια μικρή γροθιά στο στομάχι.

                               Blade Runner 2049 

 Με τη δεύτερη στη σειρά μετά το “Arrival” ταινία επιστημονικής φαντασίας, o Nτενί Βιλνέβ, έχοντας ήδη υπογράψει μια σειρά σημαντικών (“Sicario“, “Prisoners“, “Enemy“) ως πολύ μεγάλων 
Μέσα από τις Φλόγες») ταινιών, καθιερώνεται πλέον με τον πιο εμφατικό τρόπο στο πρώτο ράφι των σκηνοθετών του Χόλιγουντ.

 Η δημιουργική περίοδός του, μπορεί να συγκριθεί με τη δημιουργική περίοδο του ίδιου του Σκοτ ή του Σπίλμπεργκ στα τέλη του ’70 και στη δεκαετία του 80. 

O Σκοτ που επέστρεψε πέρσι με οικτρό τρόπο στη μυθολογία των Alien και που αν θέλουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σωστή αναλογία θα ήταν συγκρίνοντας το “Βlade Runner 2049” με το “Alien: Covenant”. 

 Moλονότι το 2049 έχει ως πρωταγωνιστές και ως μεγάλους σταρ άνδρες, ο Βιλνέβ δίνει μια σειρά κομβικών γυναικείων ρόλων σε περισσότερο ή λιγότερο άγνωστες ηθοποιούς και πάντως όχι σταρ (η Κουβανή Άνα Ντε Αρμας, η Ολλανδή Σίλβια Χουκς, η Ελβετίδα Κάρλα Γιούρι και η Καναδή Μακένζι Ντέιβις) , συνεισφέροντας και με αυτόν τον τρόπο στην συνολική όψη της ταινίας που μας παρουσιάζει κάτι νέο.



 Τι είναι το αυθεντικό και εξ ορισμού ανώτερο και τι το κατασκευασμένο και εξ ορισμού ματαιωμένο; 
Είτε το θέλουμε είτε όχι, η σχέση του “Βlade Runner” με το “Βlade Runner 2049“, είναι λίγο σαν τη σχέση ανθρώπουρέπλικας

ο άνθρωπος έχει εξ ορισμού ένα ανώτερο στάτους. 
 Ό,τι και να έκανε ο Βιλνέβ, ακόμη και 
“a man’s job” να έκανε, στα μάτια των πουριστών η ταινία του “skin job” θα παρέμενε
Aλλά δεν πάει έτσι. 
 Τι έκανε το “Blade Runner” να είναι το αριστούργημα που είναι;

Το γεγονός ότι μέσα σε αυτόν τον, τεράστιας εικαστικής δύναμης, κόσμο που έφτιαξε, διαδραματιζόταν μια ιστορία που σε πήγαινε σε μονοπάτια απροσδόκητα, γεμάτα συναρπαστικά φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα. 

Εικαστικά ο Βιλνέβ, αντί να ξεπατικώσει αυτόν τον κόσμο, αντιπροτείνει όπως είπαμε ως αληθινός καλλιτέχνης τον δικό του. 

Η ιστορία όμως μέσα σε αυτόν τον δικό του κόσμο και τα ερωτήματα που μπαίνουν, ναι, είναι αντίστοιχα. 
Kι εδώ μπορεί κανείς να πει ότι τη δεύτερη φορά δεν έχουν τη δύναμη που είχαν την πρώτη.

 Αυτό είναι σωστό. Αλλά δεν είναι μόνο το πρώτο “Blade Runner”, έχουν μεσολαβήσει και τρεισήμισι δεκαετίες με έργα που έχουν κινηθεί περισσότερο ή λιγότερο άμεσα σε παρόμοιες περιοχές . 

Τι να γινόταν δηλαδή; 
 Να εγκαταλειπόταν τελείως η προβληματική του Blade Runner ως μη παρθένο έδαφος και να πηγαίναμε σε μια καινούρια
Τότε όμως τι ακριβώς θα έμενε από το πρώτο “Blade Runner” παρά η εκμετάλλευση του τίτλου, γιατί ακριβώς να έκανε κανείς ένα νέο Blade Runner μιλώντας για κάτι ριζικά άλλο;



 Και οι δύο ταινίες χτίζονται πάνω στην τραγική ειρωνεία

Και οι δύο ταινίες χτίζονται πάνω στο ζήτημα της ταυτότητας.

 Ήρωες που ξέρουν και ήρωες που δεν ξέρουν τι είναι. 
Ήρωες που έχουν συμβιβαστεί με τη φύση τους και ήρωες που ακόμη παλεύουν με αυτήν.

 Και στις δύο ταινίες οι άνθρωποι παρουσιάζονται είτε ως μικρόνοες, είτε ως μεγαλομανείς.  

Ξέρουν μόνο να εξοντώνουν αυτό που φοβούνται ή να εκμεταλλεύονται αυτό που φτιάχνουν.

 Ανθρώπινες ιδιότητες, ιδανικά, αυτοθυσία, ενσυναίσθηση, έρωτα, δείχνουν μόνο οι ρέπλικες. 

Μια χαρά τα πήγες ως τώρα χωρίς ψυχή, θα πει η Ρόμπιν Ράιτ σε μια ρέπλικα, αλλά είναι αυτή, ο άνθρωπος, που δεν έχει ψυχή.

 Ο πυρήνας των θεμάτων λοιπόν που έβαζε το “Blade Runner” είναι εδώ και συνεχίζει να εξερευνάται.
 Και το ζητούμενο είναι αν εξερευνάται ανέμπνευστα και φτωχά ή εμπνευσμένα και δημιουργικά. 

Γνώμη μου είναι ότι συμβαίνει το δεύτερο. 

Μπορεί να μην υπάρχει εκ των πραγμάτων η επίδραση που είχαν μέσα μας όταν πρωτοτέθηκαν, αλλά ο Βιλνέβ με τους σεναριογράφους του το έχουν δουλέψει το πράγμα, δεν το έχουν αφήσει στην τύχη του.

 Και υπάρχουν και σημεία που το “2049” πηγαίνει πιο μπροστά ή πηγαίνει κάπου αλλού.




Ας δούμε τρία από αυτά:
– Η χρονική στιγμή που ο Βιλνέβ βάζει στο μοντάζ τη σκηνή που δείχνει τη διαφήμιση της Τζόι, κάνει όλη τη διαφορά του κόσμου. 

Ναι, ξέρουμε εξαρχής ότι η Τζόι είναι «προϊόν», ξέρουμε εξαρχής ότι είναι κάτι ακόμη λιγότερο «ανθρώπινο» κι από ρέπλικα, κάτι σίγουρα ακόμη λιγότερο αυθύπαρκτο, αλλά η χρονική στιγμή που μπαίνει εμβόλιμη η διαφήμιση έρχεται να υπενθυμίσει, να σχολιάσει, να αποδομήσει τον όποιον πειραγμένο ρομαντισμό. 
Κι όμως. 
Μετά την αποδόμηση, κάτι θα δομηθεί ξανά.

 Ο κόσμος των δύο Blade Runner δεν είναι ένας κόσμος που βάζει όρια, αλλά ένας κόσμος που τα καταλύει.

 Δεν είναι ένας κόσμος που λέει από εδώ οι άνθρωποι, από εκεί οι μηχανές, αλλά ένας κόσμος που αναρωτιέται τι σε κάνει άνθρωπο και τι μηχανή. 

Η ιστορία του «Τζο» και της «Τζόι» δεν είναι καθόλου λιγότερο ρομαντική ιστορία από τις ρομαντικές ιστορίες μεταξύ ανθρώπων.
 Ή μάλλον είναι λιγότερο και ταυτόχρονα πολύ περισσότερο ρομαντική.




– Ο Μπλέιντ Ράνερ που υποδύεται ο Γκόσλινγκ συναντά τον Ντέκαρντ, τον παλιό Μπλέιντ Ράνερ που υποδύεται ο Φορντ, κι ανάμεσά τους ένα ολόγραμμα του Έλβις τραγουδά σε μια σκηνή του ραδιενεργού κι έρημου Λας Βέγκας

 Ο Ντέκαρντ μπορεί να είναι άνθρωπος, μπορεί να είναι ρέπλικα, αυτή η διαμάχη κρατάει δεκαετίες, αλλιώς τον οραματίστηκε ο σκηνοθέτης αλλιώς οι άνθρωποι που τον έγραψαν στο χαρτί κι ο ηθοποιός που τον υποδύθηκε, δεν πρέπει να έχει υπάρξει περισσότερο δισυπόστατος ήρωας στην ιστορία του σινεμά, αλλά είτε άνθρωπος είτε ρέπλικα, η βασική φύση, ποια βασική, η μόνη αληθινή φύση του Ντέκαρντ είναι πως είναι ένας ήρωας κινηματογραφικής ταινίας, ένας ήρωας που ανήκει δικαιωματικά στο πάνθεον της ποπ κουλτούρας.

 Ο Βιλνέβ βάζει τον Έλβις δίπλα στον Ντέκαρντ, ο Βιλνέβ έρχεται τη στιγμή που η ιστορία του έχει φτάσει σε ένα συναισθηματικό κρεσέντο να μιλήσει με μια σκηνή ανθολογίας για την αληθινή φύση αυτού που παρακολουθούμε και αυτού που και ο ίδιος κάνει: 
no hay banda, no hay orquesta, όλα είναι μια παράσταση, ένα θέαμα, ένας μύθος. 

– Και τέλος η σκηνή με τη Ρέιτσελ μπορεί να μπλοκάρει αρχικά και το μυαλό του θεατή μαζί με το μυαλό του Ντέκαρντ, μπορεί για λίγα δευτερόλεπτα να κάνει τον θεατή να πει τι έχει γίνει εδώ, τι βλέπω τώρα, τι είναι πια αληθινό και τι ψεύτικο, σε ποιο φιλμ βρίσκομαι, σε ποια εποχή, δεν είναι πια μόνο οι ήρωες που δεν νιώθουν σιγουριά, είμαστε κι εμείς μαζί τους.


 Το χιόνι έρχεται να αντικαταστήσει τη βροχή.

 Kι υπάρχουν δυο τρόποι να κοιτάξεις το χιόνι. 
Ο πρώτος είναι σαν να σε αφορά με έναν διαφορετικό πια τρόπο και το χιόνι και ο ουρανός και η εναπομείνασα φυσική ομορφιά του κόσμου, σαν να συνδέεσαι πια πιο άμεσα και πιο οργανικά με τον κόσμο, σαν να ζεις και να νιώθεις πιο έντονα και φωτισμένα υπό ένα διαφορετικό νόημα τα πάντα γύρω σου.

 Ο δεύτερος είναι σαν να καταλαβαίνεις -μακάρι να καταλαβαίνεις- ότι δεν υπάρχουν στα αλήθεια δυο τρόποι οι οποίοι εξαρτώνται από το τι λέει η ταμπέλα σου ότι είσαι, ότι δηλαδή το πώς θα κοιτάξεις το χιόνι και τον ουρανό και την ομορφιά τη ζωή και τον θάνατο, εξαρτάται από το τι στα αλήθεια είσαι, από μια αλήθεια εκτός ταμπελών, από το πώς έχεις ζήσει, από το πώς έχεις φερθεί, από το πόσο έχεις ονειρευτεί, από το πόσο έχεις αγαπήσει.

 Όχι από το πώς ήρθες στον κόσμο, αλλά από το πώς αξιοποίησες τον χρόνο σου σε αυτόν.




 Δυο μόνο ενστάσεις: 
 Η πρώτη ότι μερικές σκηνές δράσεις -μολονότι κι αυτές υπέροχα κινηματογραφημένες- θα μπορούσαν να είναι λιγότερο στερεοτυπικές, λιγότερο αναληθοφανείς και λιγότερο σαν να έχουν παρεισφρύσει από άλλα είδη κινηματογράφου. 

Και η δεύτερη και κυριότερη, είναι ότι το “Blade Runner 2049” παρα-αφήνει ανοικτά ενδεχόμενα για ένα ακόμα σίκουελ.
 Κι επειδή θα ήταν αντιφατικό να με ενοχλεί αυτό καθαυτό το ενδεχόμενο ενός ακόμη σίκουελ, με ενοχλεί ότι ο τρόπος με τον οποίο ανοίγονται τα ενδεχόμενα γίνεται κάπως άγαρμπα και εις βάρος του σώματος της ίδιας της ιστορίας που παρακολουθούμε, εις βάρος της συναισθηματικής εμπλοκής μας με αυτήν.

  Καλύτερα να μην υπήρχαν οι συγκεκριμένες ενστάσεις, αλλά δεν είναι ικανές να αλλοιώσουν την τελική εικόνα. 
Και όσο αριστούργημα κι αν ήταν το “Blade Runner“, είχε κι αυτό τα επιμέρους μικροπταίσματά του.
 Αν κάτι έχουμε μάθει από το σινεμά, είναι πως παραδόξως το τυχόν μεγαλείο μιας ταινίας δεν εξαρτάται καθοριστικά από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ψεγαδιών.




Υπάρχει μια ερώτηση που πρέπει να πετάξουμε στα σκουπίδια:
 το τι πόρισμα βγάζει η σύγκριση του “Βlade Runner 2049 “με το “Βlade Runner”

Aγνοήστε παντελώς αυτήν την ερώτηση και πηγαίντε να δείτε στο σινεμά 
(σε μεγάλη οθόνη όπως του πρέπει, με την εικόνα και τον ήχο που του πρέπει) 
 οραματικό κι ολοζώντανο σινεμά, καλλιτεχνικό κι εμπορικό μαζί, επιβλητικό κι υποβλητικό μαζί, 
πετάξτε στα σκουπίδια μαζί με την ερώτηση τη μίζερη νοσταλγική νεκροφιλία και πηγαίντε να δείτε μια μεγάλη ταινία του 2017, την ταινία ενός μεγάλου σκηνοθέτη του καιρού μας.




 Κείμενο: Old Boy
  Πηγή: www.elculture.gr