Hμερομηνία : 31-10-04 Eκτύπωση | e-mail
Προφήτες και προφητείες στον κόσμο των πρώτων χριστιανών
ΔHMHTPHΣ I. KYPTaTaΣ
Η ΚaINH ΔIaΘHKH αρχίζει με ένα όνειρο και τελειώνει με ένα όραμα. Στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, αμέσως μετά τις γενεαλογικές πληροφορίες, εμφανίζεται ένας άγγελος που δίνει κατ' όναρ σύντομες εξηγήσεις και συμβουλές ή, μάλλον, εντολές στον Ιωσήφ γύρω από την κυοφορία της Μαρίας. Το τελευταίο πάλι βιβλίο της Καινής Διαθήκης είναι ολόκληρο μια αποκάλυψη. Αποστέλλεται με έναν άγγελο και παραδίδεται στον Ιωάννη, καθώς αυτός βρισκόταν, όπως ισχυρίζεται, «εν πνεύματι», δηλαδή σε κατάσταση έκστασης. Με εκτενείς περιγραφές και αναλυτική ρητορεία προειδοποιεί τους πιστούς και τους καλεί να συνετισθούν. Ο εγκιβωτισμός αυτός είναι μάλλον τυχαίος, αλλά διόλου παραπλανητικός. Το ιουδαϊκό περιβάλλον, στο οποίο εκκολάφθηκε ο Xριστιανισμός, απέδιδε κατά κανόνα μεγάλη σημασία σε πνευματικές εμπειρίες αυτού του είδους.
Στην Παλαιστίνη των ρωμαϊκών χρόνων και στις γειτονικές περιοχές κυκλοφορούσαν προφήτες και προφήτισσες με μηνύματα και προμηνύματα κάθε λογής. aλλοτε γίνονταν δεκτοί με συμπάθεια και σεβασμό· άλλοτε προκαλούσαν αναστάτωση και ταραχή· σπανίως περνούσαν απαρατήρητοι. Ως προφήτη είδαν τον Ιωάννη τον Bαπτιστή πλείστοι Ιουδαίοι της εποχής. Παρομοίως τον Ιησού: «Ούτος εστιν ο προφήτης Ιησούς ο από Ναζαρέθ της Γαλιλαίας», έλεγαν οι όχλοι. Κάποιοι υπέθεσαν ότι στο πρόσωπό του είχε αναστηθεί ένας από τους αρχαίους προφήτες. Αλλά και ως προφήτη τον χλεύασαν οι εχθροί του κατά τη σύλληψη: «Προφήτευσον ημίν, Xριστέ, τίς εστιν ο παίσας σε;», τον προκαλούσαν καθώς τον ράπιζαν.
Oσο μπορούμε να κρίνουμε, πολλές από τις πνευματικές εμπειρίες για τις οποίες κάνουν λόγο τα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν ήταν ακριβώς βιωμένες εμπειρίες αλλά πολύ περισσότερο φιλολογικοί τόποι. Oπως μας πληροφορούν οι ίδιοι οι συγγραφείς των σχετικών έργων, τόσο το όνειρο του Ιωσήφ όσο και το όραμα του Ιωάννη επιβεβαίωναν άλλες παλαιότερες εξαγγελίες. Οι μεγάλοι βιβλικοί προφήτες είχαν πια εκλείψει. Αλλά ο διάλογος με το παρελθόν καθώς και ο σχεδιασμός του μέλλοντος γίνονταν συχνά μέσα από τις ρήσεις τους. Ευαίσθητοι δέκτες με ειδικά χαρίσματα επιχειρούσαν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τα λόγια τους. Oσα συνέβησαν στον Ιησού, οι ευαγγελιστές τα αιτιολόγησαν συχνά με την τυποποιημένη έκφραση: «ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητειών», ενώ το μήνυμά Tου το παρουσίασαν ως ερμηνεία και συμπλήρωση αρχαίων προφητειών.
Οι κοσμικές αρχές σπανίως ήταν ευτυχείς με τη δράση και την αποδοχή που επεφύλασσε το πλήθος σε χαρισματικές προσωπικότητες. Κατανοούσαν, ωστόσο, τη δύναμη που εξασφάλιζε στους προφήτες η αγάπη ευρύτερων μαζών. Ο Ηρώδης φοβόταν να θανατώσει τον Ιωάννη και η σύλληψη του Ιησού έγινε, παρομοίως, με μεγάλους δισταγμούς. Ο αποκεφαλισμός και η σταύρωση πάντως δεν τερμάτισαν την παρουσία και τη δράση των προφητών. Για τις συνεχιζόμενες εμφανίσεις τους στην Παλαιστίνη κάνει συχνά λόγο ο ιστορικός Ιώσηπος, ο οποίος τούς περιγράφει ως επικίνδυνους και αγύρτες. Είχαν συμβάλει στην αποτυχημένη ιουδαϊκή εξέγερση του 66 μ.Χ. και θεωρούνταν έτσι συνυπεύθυνοι για τη σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων μαχητών και, κυρίως, αμάχων. Η επιρροή που μπορούσαν να ασκήσουν ο Ιωάννης και ο Ιησούς στα πλήθη είχε ασφαλώς ανησυχήσει τον Ηρώδη, τους αρχιερείς και τον Πιλάτο όταν απεργάστηκαν τη θανατική τους καταδίκη.
«aποστέλλω προς υμάς προφήτας»
Στην Kαινή Διαθήκη η άμωμη σύλληψη της Παρθένου αποκαλύπτεται στον Iωσήφ με ένα όνειρο, στο οποίο ένας άγγελος του μεταφέρει εντολές για το τι πρέπει να πράξει αναφορικά με την κυοφορία της Μαρίας. Στην εικόνα, το όνειρο του Iωσήφ. aνάγλυφη παράσταση στο φάτνωμα ελεφαντοστέινου κιβωτίου, αρχές 9ου αι. Werden, BΔ Γερμανία.
Οι μαθητές του Ιησού κληρονόμησαν, μεταξύ άλλων, ορισμένα από τα προφητικά χαρίσματα του δασκάλου. Ο ίδιος ο Ιησούς τούς φανταζόταν να προφητεύουν στο όνομά του και επαγγελόταν την έλευση νέων προφητών για την καθοδήγηση των πιστών. «Διά τούτο εγώ αποστέλλω προς υμάς προφήτας και σοφούς και γραμματείς», προειδοποιούσε τους Iουδαίους αντιπάλους του. Oταν την ημέρα της Πεντηκοστής έφθασε η ώρα να αναλάβουν μόνοι τους δράση, οι μαθητές δανείστηκαν τα λόγια των βιβλικών προφητών, τα οικειοποιήθηκαν και τα ερμήνευσαν. Στους κύκλους τους τα πνευματικά χαρίσματα κατέλαβαν από την αρχή κεντρική θέση. «Ζηλούτε τα πνευματικά, μάλλον ίνα προφητεύητε», συμβούλευε ο Παύλος τους πιστούς της Κορίνθου. Αυτός που προφητεύει οικοδομεί εκκλησία, τους διαβεβαίωνε. Πάντως, μολονότι όλοι ήταν ή θεωρούνταν ικανοί να προφητεύσουν σε ορισμένες περιστάσεις και συνθήκες, κάποιοι είχαν μόνιμο χάρισμα. Hδη στις Πράξεις των αποστόλων τούς αποδίδεται ο τίτλος του προφήτη, που ήταν τιμητικός και συνάμα ουσιαστικός.
Για έναν περίπου αιώνα, οι ηγετικές μορφές στις πρώιμες χριστιανικές κοινότητες ήταν συχνά προφήτες και προφήτισσες. Μια διακεκριμένη προφήτισσα στα Θυάτειρα ήταν αυτή την οποία ο Ιωάννης αποκαλεί χλευαστικά Ιεζάβελ. Είναι σαφές ότι ο Ιωάννης την καταγγέλλει για τη λανθασμένη της διδαχή και όχι για το λάθος φύλο της. Ηγετικές θέσεις κατείχαν, άλλωστε, και γυναίκες στο αρχικό κίνημα των μαθητών. Αποδεκτότερες από την ευρύτερη κοινότητα ήταν οι κόρες του διακόνου Φίλιππου, που παρέμειναν παρθένοι και προφήτευαν. Μαζί με τους πρεσβύτερους και τους διακόνους, που έκαναν επίσης την εμφάνισή τους από νωρίς, οι προφήτες και οι προφήτισσες άσκησαν πραγματική εξουσία. Η παράδοση διέσωσε αρκετά ονόματα, καθώς και πληροφορίες για τις ρήσεις ή τα έργα τους.
Ο Ιωάννης θεωρούσε τον εαυτό του ταυτοχρόνως προφήτη και υπεύθυνο ηγέτη μιας ομάδας χριστιανικών κοινοτήτων. Oπως μπορούμε να υποθέσουμε, και όπως μας αφήνει ο ίδιος να εννοήσουμε, επισκεπτόταν περιοδικώς τις κοινότητες αυτές για να τις συμβουλέψει και να τις συνετίσει. Η Αποκάλυψη την οποία τους εμπιστεύθηκε ήταν ένα γραπτό υπόμνημα μιας διδαχής που θα είχε αναπτυχθεί προφορικώς πολλές φορές. Σαν τον Ιωάννη υπήρχαν και άλλοι. Από τους επιφανέστερους ήταν ο Ερμάς, που έζησε στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Συνέταξε και αυτός ένα γραπτό υπόμνημα με προφητική δομή, που διασώζει το προφορικό ύφος και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η προσαρμογή των ηθικών επιταγών στις ανάγκες της στιγμής.
Προφήτες και ιερατείο
Οι χριστιανοί προφήτες πάντως δεν κρατήθηκαν στην ηγεσία του θρησκευτικού κινήματος για πολύ καιρό. Η χαρισματική τους φύση τούς κατέστησε ευάλωτους και τρωτούς. Οι νέες κοινότητες, που αναπτύσσονταν με γοργούς ρυθμούς, θεώρησαν ότι είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από το ιερατείο με τους σταθερούς δεσμούς και την εσωτερική συνοχή. Οι εξωτερικές πιέσεις που δέχονταν τούς βεβαίωναν ότι χρειάζονταν σαφείς οδηγίες. Οι προφήτες ήταν μοναχικοί και απρόβλεπτοι, ο λόγος τους ρευστός και αμφίσημος, η διαδοχή τους αβέβαιη και αμφισβητήσιμη. Οι ιερείς, αντιθέτως, αλληλοστηρίζονταν και αλληλοπροστατεύονταν. Μπορεί να μην ήταν εμπνευσμένοι και δημιουργικοί, έδειχναν ωστόσο κατάλληλοι για τη διαφύλαξη και την ερμηνεία των Γραφών, που είχαν δειλά αρχίσει να κυκλοφορούν. Στη θέση των προφητειών, των οραμάτων και των αποκαλύψεων, το ιερατείο προτιμούσε να χρησιμοποιεί τα Ευαγγέλια, με τον ιστορικό και σαφέστερα διδακτικό τους χαρακτήρα.
Οι προφήτες και οι προφήτισσες πολεμήθηκαν και τελικώς εκδιώχτηκαν από τις περισσότερες χριστιανικές κοινότητες, αλλά ούτε εξαφανίστηκαν τελείως, ούτε ξεχάστηκαν. Λίγο μετά το μέσον του δεύτερου αιώνα, έκαναν μια δυναμική επανεμφάνιση στη Μικρά Ασία. Στον Πόντο, τη Φρυγία και άλλες γειτονικές περιοχές, ορισμένες χριστιανικές κοινότητες στράφηκαν για μια ακόμα φορά στα οράματα και τις αποκαλυπτικές ρήσεις. aλλες κρατούσαν ακόμα ζωντανή τη μνήμη και την παράδοση του Ιωάννη, άλλες πάλι ίσως να ανακάλυπταν εξαρχής τη δύναμη της έκστασης και της προφητείας. Η αναστάτωση που προκλήθηκε ήταν μεγάλη και η σύγκρουση με το ιερατείο οξύτατη. Το ιερατείο διέθετε πλέον δύο ισχυρότατα όπλα στον αγώνα του: τους επισκόπους με τη σχεδόν απεριόριστη εξουσία, που τέθηκαν επικεφαλής του, και τις Συνόδους, που συντόνιζαν τη δράση του και καθιστούσαν αποτελεσματικές τις κοινές αποφάσεις.
Το επιφανέστερο προφητικό κίνημα έμεινε γνωστό ως μοντανισμός και επέζησε, παρά τις διώξεις που υπέστη, για πολλούς αιώνες. Στον ηγετικό του πυρήνα βρέθηκαν, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αρκετές γυναίκες. Παρομοίως, ενδιαφέρον για τα προφητικά χαρίσματα έδειξαν και ορισμένοι Γνωστικοί. Eνας από αυτούς, που ονομαζόταν Μάρκος, επιχείρησε κάποια στιγμή όχι μόνο να ακούσει τη φωνή των προφητών, αλλά και να διδάξει την τεχνική τους. Οι επιτυχίες του έστρεψαν εναντίον του το μένος των εκκλησιαστικών ταγών, που του εξασφάλισαν έτσι μια σπάνια υστεροφημία.
aιρετικοί και αποσυνάγωγοι
Πριν από το τέλος του δεύτερου αιώνα, οι επίσκοποι κατάφεραν να συμφωνήσουν σε έναν κλειστό κανόνα ιερών χριστιανικών Γραφών και να επιβάλουν την αποδοχή του από όλες τις κοινότητες που ήθελαν να αποτελούν μέρος της καθολικής Εκκλησίας. Oσοι επέμεναν να χρησιμοποιούν διαφορετικές παραλλαγές ή διαφορετικές Γραφές στιγματίζονταν ως αιρετικοί. Μαζί με τους αιρετικούς αποκόπτονταν από τον κορμό της Εκκλησίας και όσοι ισχυρίζονταν ότι ήταν ακόμα σε θέση να συλλαμβάνουν τις επιταγές του Πνεύματος και να τις διατυπώνουν με τα δικά τους χαρισματικά αλλά και ανεξέλεγκτα λόγια. Ο ιερός κανόνας της Καινής Διαθήκης δεν είχε θέση για κείμενα νεότερα και αμφισβητήσιμα. Οι μόνες προφητείες που εξακολουθούσαν να γίνονται σεβαστές ήταν αυτές της Παλαιάς Διαθήκης.
Οι περισσότερες αιρέσεις του πρώιμου χριστιανισμού δεν είχαν προφητικό χαρακτήρα, αλλά όλα σχεδόν τα προφητικά κινήματα θεωρήθηκαν αιρετικά. Στην ιστορία του χριστιανισμού, και ιδιαιτέρως κατά τον Μεσαίωνα, εμφανίστηκαν πολλές φορές προφήτες, που προσπαθούσαν να ξαναπιάσουν το νήμα της αποστολικής εποχής, προσδίδοντάς του, συνήθως, εντονότερα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ορισμένοι σημείωσαν αξιόλογη επιτυχία και συνεπήραν τις μάζες με τα κηρύγματά τους. Σχεδόν πάντα η παρουσία και η δράση τους προκαλούσαν ταραχή. Πολεμήθηκαν με σκληρότητα και θανατώθηκαν ή εκδιώχτηκαν τόσο από τις εκκλησιαστικές όσο και από τις κοσμικές αρχές.
Στο πρόσωπο των εχθρών τους, οι μοντανιστές του ύστερου δεύτερου αιώνα είχαν δει να ενεργούν και πάλι οι προφητοφόντες της βιβλικής εποχής. Σαν αυτούς, πολλοί άλλοι θα βρήκαν κατά καιρούς τη δύναμη να αναφωνήσουν: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν».
Eνδεικτική βιβλιογραφία:
Σάββας aγουρίδης, «Πύρινος χείμαρρος: Προφητεία, έκσταση, γλωσσολαλία», aθήνα, 1992.
Δημήτρης I. Kυρτάτας, «H aποκάλυψη του Iωάννη και οι επτά εκκλησίες της aσίας», aθήνα², 1995.
- «Iερείς και προφήτες: η παραγωγή και διαχείριση του δόγματος στον πρώιμο χριστιανισμό», aθήνα, 2000.
Iωάννης Παναγόπουλος, «H εκκλησία των προφητών», aθήνα, 1979.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου