Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Όταν η Ελλάδα έσωζε την Ευρώπη 2.500 χρόνια πρίν


Όταν η Ελλάδα έσωζε την Ευρώπη 2.500 χρόνια πριν 

Τετάρτη, 21 Ιούλ 2010
317Φέτος συμπληρώνονται 2500 χρόνια από την κοσμοϊστορική μάχη που έγινε σε μια μικρή πεδιάδα του Μαραθώνα Αττικής.
Η μάχη του Μαραθώνα έγινε το 490 π.Χ. και είχε τεράστια σημασία όχι μόνο για το μέλλον του ελληνικού λαού και του ελληνικού πολιτισμού ,πράγμα άλλωστε αυτονόητο, αλλά υπήρξε σημαντική καμπή , σημαντικό ορόσημο για το μέλλον του ευρωπαϊκού δυτικού πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.
Είναι άραγε αυτή η άποψη μια «ελληνική υπερβολή» ,κάτι που εμείς οι Έλληνες σκόπιμα υπερτονίζουμε για «ίδιον όφελος» ,όπως ίσως θα μας κατηγορούν οι  επιλήσμονες της μεγάλης κληρονομιάς την οποία φέρουμε στους ώμους μας;
Είναι άραγε η σημασία της μάχης αυτής τόσο μεγάλη και τα αποτελέσματα της τόσο σπουδαία; Για το συγκεκριμένο θέμα έχει χυθεί πολύ μελάνι όχι μόνο από Έλληνες αλλά και από ξένους συγγραφείς ,μελετητές και επιστήμονες. Έτσι οι έρευνες οι μελέτες και οι προσομοιώσεις που έγιναν και γίνονται επιβεβαιώνουν την εξαιρετική σημασία της μάχης του Μαραθώνα. 
Η νίκη του Έλληνα οπλίτη- πολίτη έδωσε την ευκαιρία στο Ελληνισμό να επιβιώσει απέναντι στην δεσποτική , απολυταρχική και κολοσσιαία  ανατολική υπερδύναμη και παράλληλα σηματοδότησε την αρχή του «χρυσού αιώνα»όχι μόνο της Αθήνας αλλά και όλου του αρχαίου Ελληνισμού. Έτσι οι επιδόσεις των Ελλήνων στην φιλοσοφία ,τις  τέχνες, τις επιστήμες γίνονται στο στέρεο πνευματικό οικοδόμημα που αποτέλεσε τη βάση του δυτικού πολιτισμού.
Είναι μάλλον γραμμένο (sic) στη μοίρα αυτού του λαού να πετυχαίνει νίκες εκεί που η λογική σταματά , να αντιστέκεται όταν όλοι λυγίζουν αλλά και να ξεχνά , να φθονεί και να καταδιώκει τους πρωταγωνιστές , τους «προμάχους» του αναγκάζοντάς τους σε άδοξο τέλος ωσάν μια αόρατη φθονερή μοίρα να μην επιτρέπει σ’ αυτό το λαό να κατακτήσει τη θέση που του αξίζει. Τα παραδείγματα είναι πολλά και δεν είναι ο στόχος αυτού του άρθρου να τα ξαναθυμίσει.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή έτσι ώστε να αντιληφθούμε καλύτερα τι ακριβώς συνέβη το καλοκαίρι του 490 π.Χ. στην παραλία του Σχοινιά στο Μαραθώνα (εκεί βρίσκεται το κωπηλατοδρόμιο όπου το 2004 έγιναν τα αγωνίσματα της κωπηλασίας στους Ολυμπιακούς αγώνες) και ποια ήταν τα ποιοτικά  στοιχεία που έκαναν αυτή τη μάχη τόσο ξεχωριστή.

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Αντίπαλοι σ’ αυτή τη μάχη που είναι ένα σημαντικό επεισόδιο των Περσικών πολέμων είναι από τη μια οι Έλληνες οι γεννήτορες της Δημοκρατίας και από την άλλη η αυτοκρατορία της φωτιάς η απολυταρχική αυτοκρατορία των Πάρσα ή Πάρσουα  ή  Περσών. Την ώρα που  oι Έλληνες κυριαρχώντας στις δύο ακτές του Αιγαίου ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή και δημιουργούσαν έναν αξιόλογο πολιτισμό μέσα από τον συναρπαστικό κόσμο των πόλεων –κρατών , στην ανατολή δημιουργούνταν μια αυτοκρατορική δύναμη με τεράστιες δυνάμεις και αστείρευτες φιλοδοξίες η οποία θα είναι μόνιμος αντίπαλος του Ελληνικού κόσμου από εκείνη την μακρινή εποχή έως τα βυζαντινά χρόνια του αυτοκράτορα Ηράκλειου.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΥΟ ΚΟΣΜΩΝ

Η κυριότερη αιτία αυτών των πολέμων ήταν αυτή η ίδια η φύση των απολυταρχικών αυτοκρατοριών . Μια διαρκής επεκτατική πολιτική ,κατάκτηση νέων εδαφών με τελικό στόχο την παγκόσμια κυριαρχία. (βλέπετε δεν έχει αλλάξει τίποτα από τότε….)
Σ’ αυτήν την αέναη επιθετικότητα και επεκτατικότητα των Περσών η Ελλάδα ήταν ένα εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσουν για να υλοποιήσουν την ιδέα της παντοκρατορίας που είχε γεννηθεί την Τρίτη χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία από το Βασίλιά Σαργών Α’ των Ακκαδίων. «Ο ήλιος δεν θα δει καμιά χώρα να συνορεύει με τη δική μου , εγώ θα τις ενώσω όλες σε μια χώρα αφού διασχίσω με το στρατό μου όλη την Ευρώπη». Έλεγε ο Μέγας βασιλιάς ,ο  shahansah (ο βασιλεύς των βασιλέων) κατά τον Ηρόδοτο. Αυτή η επεκτατικότητα σταμάτησε όταν ένας λαός ελεύθερων ανθρώπων τους αναχαίτισε  διαλύοντας τον μύθο των «αήττητων Μήδων» και τους έκλεισε το δρόμο για επέκταση στην Ευρώπη με ότι αυτό συνεπάγεται. Γενικά οι έλληνες ζώντας ελεύθεροι στις πόλεις- κράτη τους ανέπτυξαν την έννοια του πολίτη ο οποίος είναι «ζώον πολιτικόν» σε αντίθεση με τον ιδιώτη (idiot όπως λένε οι Άγγλοι).
Αυτοί λοιπόν οι Έλληνες πολίτες δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τη ζωή τους να μην ρυθμίζεται από την «εκκλησία του Δήμου» αλλά από κάποιον σατράπη ή τον μέγα βασιλέα από τα Σούσα.
Αρκετά χρόνια  πριν αναμετρηθούν στο Μαραθώνα, οι Έλληνες και οι Πέρσες είχαν αναμετρηθεί με στόχο την επικράτηση στις ευημερούσες ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας.  Όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος επικράτησε έναντι του Κροίσου στη μάχη των Σάρδεων το 547 π.Χ. και προήλασε θριαμβευτικά ως τα μικρασιατικά παράλια η περσική αυτοκρατορία των δεκάδων εκατομμυρίων υπηκόων, υπερδύναμη της εποχής ήρθε σε στενή επαφή  με τον Ελληνικό κόσμο. 
Έτσι στη Μικρά Ασία το νέο καθεστώς απαιτούσε τώρα την τακτική καταβολή δυσβάσταχτων φόρων υποτέλειας από τις υπόδουλες ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, καθώς και τη συνεισφορά τους με στόλο και στρατό στην περσική πολεμική μηχανή, ενώ για τη διοίκησή τους οι Πέρσες είχαν τοποθετήσει έλληνες τυράννους της απόλυτης εμπιστοσύνης τους.. Όσα επακολούθησαν τα επόμενα χρόνια στην Ιωνία απλώς επέσπευσαν την αναπόφευκτη σύγκρουση των δύο πλευρών, προσφέροντας στον βασιλιά των Περσών το πρόσχημα που ζητούσε για την κατά μέτωπο επίθεση στη μητροπολιτική Ελλάδα. 

Η διάχυτη δυσαρέσκεια των Ελλήνων της Μ. Ασίας, οι οποίοι εκτός από βασικές ελευθερίες έχαναν σταδιακά και τον έλεγχο του εμπορίου, δημιούργησε μια γενικευμένη εξέγερση. Στην έκκληση στις πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας να ενισχύσουν τον αγώνα των αδελφών πόλεων ανταποκρίθηκαν θετικά δύο μόνο πόλεις, η Αθήνα, που έστειλε αμέσως 20 πολεμικά πλοία, και η Ερέτρια, που συνεισέφερε άλλα πέντε. Οι πρώτες επιτυχίες της εξέγερσης, που εκτεινόταν από τα στενά του Βοσπόρου ως και την Κύπρο έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε αλλεπάλληλες ήττες για να καταλήξουν το 494 π.Χ. σε πανωλεθρία στη ναυμαχία της Λάδης και αμέσως μετά στην ολοσχερή καταστροφή της Μιλήτου. Αν και οι δυνάμεις των Αθηναίων και των Ερετριέων είχαν προ πολλού αποσυρθεί, η σύντομη ανάμειξή τους ήταν αρκετή για να προκαλέσει την οργή του Δαρείου, ο οποίος ορκίστηκε άμεση εκδίκηση  «Δέσποτα μέμνησο των Αθηναίων» , του έλεγε κάθε βράδυ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ένας δούλος του). Έτσι στέλνει το 492 π.Χ. τον στρατηγό και γαμπρό του Μαρδόνιο στην Ελλάδα, με χιλιάδες στρατιώτες και εκατοντάδες πλοία για να διευρύνει το προγεφύρωμα που είχε δημιουργήσει στην Ευρώπη το 513 π.Χ. κατά την σκυθική εκστρατεία.  Ενόσω όμως ο στόλος του έπλεε ανοιχτά του ακρωτηρίου του Αθωνα,  μια καταιγίδα ανάγκασε τον Μαρδόνιο να επιστρέψει άπραγος στη βάση του, κατά 300 πλοία και 20.000 άνδρες «φτωχότερος». 

Η ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ

Όμως η απόφαση είχε παρθεί .Οι Έλληνες έπρεπε να υποκύψουν για να έρθει αργότερα η σειρά της υπόλοιπης Ευρώπης . Μετά από δύο χρόνια το 490 π.Χ. «Επί άρχοντος Φαινίππου» οι περσικές δυνάμεις με νέα πρόσωπα στην ηγεσία του στρατού και του στόλου, τον Δάτη και τον Αρταφέρνη , και με ουσιαστικό εγκέφαλο της επιχείρησης και οδηγό τον πρώην τύραννο των Αθηνών και γιο του Πεισιστράτου, Ιππία, (πρόδρομο του Εφιάλτη των Θερμοπυλών)  ξεκινούν από  την Κιλικία,  και αφού καταλαμβάνουν και καταστρέφουν την Ερέτρια (οι κάτοικοι της οποίας μεταφέρθηκαν ως δούλοι στην Αρδέρικκα της Σουσιανής) . Με τις υποδείξεις του Ιππία, ο πάνοπλος στόλος προσάραξε στο απάνεμο ανατολικό τμήμα του κόλπου του Μαραθώνα και αποβιβάστηκε στη μικρή εύφορη πεδιάδα, 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης των Αθηνών. Εκεί ήλπιζε ο Ιππίας να εξασφαλίσει τη συνδρομή παλαιών φίλων και οπαδών του πατέρα του. 
Ο ακριβής αριθμός των περσικών στρατευμάτων που παρατάχθηκαν στις ακτές του Μαραθώνα δεν είναι γνωστός Άλλοι μιλούν για μια τρομακτική δύναμη 110.000 ανδρών, άλλοι για 70.000, άλλοι για 50.000 ή για 25.000. Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι Πέρσες υπερείχαν αριθμητικά των Αθηναίων που παρατάχθηκαν σύντομα απέναντί τους. 
Μόλις οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη των Περσών στην Αττική, έστειλαν τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη στη Σπάρτη προκειμένου να ζητήσει  τη βοήθεια της στρατιωτικής υπερδύναμης της Πελοποννήσου.  Σε δύο μέρες ο «υπεράνθρωπος» Φειδιππίδης έφτασε στη Σπάρτη και μετέφερε το αίτημα των Αθηναίων. Οι Σπαρτιάτες συμφώνησαν να βοηθήσουν πλην όμως για δικούς τους λόγους δεν θα μπορούσαν να εκστρατεύσουν αμέσως.
Έτσι η Αθήνα θα αντιμετώπιζε μόνη της την τρομερή αυτή απειλή.   Ευτυχώς για την Ελλάδα ,μετά την καταστολή της ιωνικής επανάστασης, είχε επιστρέψει στην Αθήνα από τη χερσόνησο της Καλλίπολης ο Μιλτιάδης ( ο αρχιτέκτονας της ελληνικής νίκης) και σύντομα έγινε ο ηγέτης των συντηρητικών. Ο Μιλτιάδης είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στη φάλαγγα των ελεύθερων πολιτών αλλά και γνώριζε τον οπλισμό ,τις αδυναμίες αλλά και την πολεμική τακτική των Περσών καθώς και το δόγμα της στρατηγικής τους. Έτσι την ημέρα της απόβασης των Περσών ο αθηναϊκός στρατός με προτροπή του Μιλτιάδη ξεκινά για το Μαραθώνα όπου φτάνει το πρωί της επόμενης και στρατοπεδεύει  κοντά σε τέμενος του Ηρακλή  στις κορυφές των λόφων που «επιβλέπουν» την πεδιάδα του Μαραθώνα. Εκεί το βράδυ της ίδιας μέρας καταφθάνουν οι Πλαταιείς πανστρατιά «Αθηναίοισι δε τεταγμένοισι εν τεμένει Ηρακλέος επήλθον βοηθέοντες Πλαταιέες πανδημεί» . (πάντα υπήρχαν παλικάρια και γενναίοι άνθρωποι στην Ελλάδα) . Οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρατάχθηκαν αντικριστά, σε απόσταση 1,5 περίπου χιλιομέτρου και έτσι έμειναν για τις επόμενες πέντε ημέρες.  
Ο Μιλτιάδης γνώστης της περσικής τακτικής διέταξε να κατασκευαστούν φορητά ξύλινα φράγματα από μια εγκάρσια δοκό επί της οποίας είχαν τοποθετηθεί κάθετα δεκάδες μυτεροί πάσσαλοι έτσι ώστε να προστατευτεί από αιφνιδιαστική επίθεση του πανίσχυρου περσικού ιππικού. Το όπλο αυτό που επινόησε ο Μιλτιάδης χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην Ευρώπη από τον 16ο αιώνα ενάντια σε στρατούς με καλό ιππικό όπως οι Οθωμανοί (σεβώ ντε φρις τα έλεγαν στην Ευρώπη).
Επικρατεί η άποψη πως οι δέκα στρατηγοί γίνονταν αρχιστράτηγοι για μια μέρα και πως παραχώρησαν αυτό το δικαίωμα στον Μιλτιάδη έτσι ώστε να διευθύνει τη μάχη.Ωστόσο αυτό δεν θεωρείται ακριβές καθώς πιστεύεται από νεότερους μελετητές πως η αρχιστρατηγία ανατέθηκε στον Μιλτιάδη με ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου. Θα ήταν άλλωστε ανόητο μπροστά σε μια μάχη επιβίωσης να μην υπάρχει αδιαμφισβήτητος αρχιστράτηγος.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τότε οι Πέρσες ήταν αήττητοι καθώς σε όλες τις προηγούμενες μάχες με τους Έλληνες είχαν επικρατήσει εύκολα . Ο περσικός στρατός αποτελούνταν από εκλεκτά στρατεύματα ,με επαγγελματίες στρατιώτες  καθώς τις εκστρατείες ακλουθούσαν οι αριστοκρατικές κάστες όλων των λαών τις περσικής αυτοκρατορίας, άριστο ιππικό και αναμφισβήτητη αριθμητική υπεροχή.
Ο Μιλτιάδης γνώριζε πως οι Πέρσες παρέτασσαν τα πλέον αξιόμαχα τμήματά τους Πέρσες, Μήδους και Σάκες στο κέντρο  και τα σώματα των υποτελών στα πλευρά της παράταξης. Χρησιμοποιώντας τα αναρίθμητα τόξα τους προσπαθούσαν με αλλεπάλληλα τοξεύματα να διασπάσουν τη συνοχή του αντίπαλου στρατεύματος , κατόπιν ακολουθούσε η έφοδος από το ιππικό και το  πεζικό. Η ελληνική πλευρά,  δεν διέθετε ούτε ιππικό ούτε τοξότες και ήταν σαφέστατα αριθμητικά κατώτερη.                              Όταν λοιπόν λίγο πριν από την αυγή της έκτης ημέρας οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το περσικό ιππικό απουσίαζε προσωρινά από το στρατόπεδο,  ο Μιλτιάδης αντιλήφθηκε την ευκαιρία και διέταξε τον στρατό να παραταχτεί για την αποφασιστική μάχη.
Για να εξουδετερώσει την αριθμητική υπεροχή του εχθρού ο ιδιοφυής στρατηγός παρέταξε τον ελληνικό στρατό σε μέτωπο ίδιου μήκους με των αντιπάλων  και ταυτόχρονα είχε ενδυναμώσει τα δύο άκρα της φάλαγγάς του, τα οποία διέθεταν διπλάσιο βάθος από το αποδυναμωμένο κέντρο του  για να εκτελεστεί με μαεστρία η τακτική της «λαβίδας» και η τελική εκμηδένιση του εχθρικού στρατού. Η παράταξη  του ελληνικού στρατεύματος λοιπόν είχε ως εξής :
Στη δεξιά πλευρά της φάλαγγας βρισκόταν οι τέσσερις φυλές και ο πολέμαρχος Καλλίμαχος με τους άνδρες του σύμφωνα με παλαιά συνήθεια των Αθηναίων σε βάθος οκτώ ζυγών. Ακολουθούσαν οι υπόλοιπες αθηναϊκές φυλές Αντιοχίς και Λεοντίς σε βάθος τεσσάρων ζυγών με στρατηγούς τον Αριστείδη και τον Θεμιστοκλή ηγέτες με ικανότητα, σθένος και ακτινοβολία τους πιο κατάλληλους να αναλάβουν το άχαρο έργο της καλύψεως του ανίσχυρου κέντρου έως ότου τα δύο Ελληνικά άκρα υπερκεράσουν τα αντίστοιχα Περσικά για την προγραμματισμένη υποχώρηση και στην αριστερή πτέρυγα ήταν  τιμητικά παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς και οι υπόλοιπες τέσσερις φυλές επίσης σε βάθος οκτώ ζυγών.
Το επόμενο μείζον πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει τώρα ο Μιλτιάδης ήταν τα περσικά τοξεύματα τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν τεράστιες απώλειες και πτώση του ηθικού των οπλιτών . Έτσι αποφάσισε η εμπλοκή να ξεκινήσει με γρήγορο βηματισμό και τα τελευταία 200 μέτρα όπου και άρχιζε το δραστικό βεληνεκές των περσικών φονικών τοξευμάτων να διανυθούν με ταχύτητα ακόμη μεγαλύτερη.
Έτσι τα χαράματα της 13ης ή 14ης Αυγούστου (Εκατομβαιώνος) του 490 π.Χ. ξεκινούσε η μάχη που θα δόξαζε τα ελληνικά όπλα και θα αναχαίτιζε την επιθετική ορμή των Περσών. Μόλις δόθηκε το σύνθημα οι Αθηναίοι Κι οι Πλαταιείς ώρμησαν εναντίον των βαρβάρων. «δρόμω ίεντο προς τους βαρβάρους». Οι Πέρσες βλέποντας το μικρό μέγεθος του στρατού των Ελλήνων , καθώς και το ελαφρό τροχάδην της παράταξης σκέφτηκαν πως είχαν παρανοήσει. «οι δε Πέρσαι ,ορώντες δρόμω επιόντας παρεσκευάζοντοως δεξόμενοι μανίην τε τοίσι Αθηναίοισι επέφερον και παγχυολεθρίην,ορώντεςαυτούς ολίγους και τούτους δρόμω επειγομένουςούτε ίππω υπαρχούσης σφι ούτε τοξευμάτων»
Μόλις λοιπόν άρχισαν οι πρώτες επαφές σώμα με σώμα, οι πέρσες στρατιώτες του κέντρου άρχισαν να προελαύνουν απωθώντας το ελληνικό κέντρο προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή τα ισχυρά άκρα των Ελλήνων είχαν τρέψει σε άτακτη υποχώρηση τα δύο άκρα του περσικού μετώπου.  Σημειωτέον ότι Αθηναίοι και Πλαταιείς υπερτερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα γιατί ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι - με ξίφος, δόρυ, ασπίδα, κράνος και θώρακα - σε αντίθεση με τους Πέρσες, οι οποίοι βασίζονταν κυρίως στο ελαφρύ ακόντιο και στο τόξο τους και ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευμένοι για μάχες εξ αποστάσεως. 
Η υπεροχή του ελληνικού οπλισμού , η τακτική του «ωθισμού» της οπλιτικής φάλαγγας και ακόμη η εξαιρετική γενναιότητα Αθηναίων και Πλαταιέων που μάχονταν υπέρ βωμών και εστιών εξασφάλισαν τη νίκη των επιτιθεμένων Ελλήνων και στα δύο άκρα. «το δε κέρας εκάτερον ενίκων Αθηναίοι τε και Πλαταιείς».  Στο κέντρο αντίθετα οι δύο φυλές υπό τον Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη μετά από σκληρό αγώνα κατά υπέρτερου εχθρού κάμφθηκαν και άρχισαν να υποχωρούν συντεταγμένα προς τα υψώματα που έκλειναν την πεδιάδα. Εδώ λοιπόν έχουμε την επόμενη μεγαλοφυή κίνηση του Μιλτιάδη. 
Αφού τα δύο άκρα συνέτριψαν τους αντιπάλους τους και οι εχθροί τους έτρεχαν πανικόβλητοι προς τη θάλασσα έστρεψαν αμφότερα και κάλυψαν τρέχοντας την απόσταση των 500-600 μέτρων που τους χώριζε περίπου σε δύο λεπτά. Συγκροτήθηκε λοιπόν μια καινούργια φάλαγγα 9000 ανδρών η οποία χωρίς χρονοτριβή επέπεσε από τα νώτα στο κέντρο της περσικής παράταξης την οποία μετά από σκληρό αγώνα συνέθλιψε .Υπό τον κίνδυνο να κυκλωθούν από όλες τις πλευρές χωρίς οδό διαφυγής, οι πέρσες στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή προς τα καράβια τους που βρίσκονταν στην παραλία του Σχοινιά. Αθηναίοι και Πλαταιείς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η άγρια καταδίωξη οδήγησε πολλούς Πέρσες στρατιώτες στα παρακείμενα έλη και μοιραία στον πνιγμό. Λυσσώδεις μάχες δόθηκαν τόσο στο κοντινό δάσος όσο και στην ακτή, στη διάρκεια της απεγνωσμένης προσπάθειας των αντιπάλων να επιβιβαστούν στα πλοία. Εκατοντάδες πνίγηκαν επί τόπου. Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν ως το απόγευμα, οπότε και το τελευταίο εχθρικό πλοίο είχε χαθεί πλέον από τον ορίζοντα. Εκεί έγιναν υψηλές πράξεις ηρωισμού ,εκεί έπεσαν ,ο Πολέμαρχος Καλλίμαχος,ο Στρατηγός Στησίλαος και ο Κυναίγειροςαδελφός του ποιητή Αισχύλου.
Παρά τη συντριβή τους, οι Πέρσες δεν έβαλαν πλώρη για κάποιο λιμάνι της Μ. Ασίας, αντίθετα, αφού περιέπλευσαν το Σούνιο, κατευθύνθηκαν προς το Φάληρο με σκοπό να αποβιβαστούν και να εξαπολύσουν ανενόχλητοι την επίθεσή τους στην ανυπεράσπιστη Αθήνα. Ο Μιλτιάδης  όμως προέβλεψε και αυτόν τον περσικό ελιγμό και αφού άφησε την Αντιοχίδα φυλή με τον Αριστείδη στο πεδίο της μάχης με τους στρατιώτες του κατευθύνθηκε γρήγορα προς το αθηναϊκό επίνειο όπου μετά από σύντονη πορεία 8-9 ωρών έφτασε και παρατάχθηκε ταχύτατα δίπλα στον ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες, πολύ προτού φανούν τα πανιά των αντιπάλων. Στη θέα των παρατεταγμένων Ελλήνων ο περσικός στόλος άλλαξε γρήγορα πορεία και επέστρεψε αποδεκατισμένος στη βάση του. 
Πίσω στο πεδίο της μάχης ο τελικός απολογισμός ήταν εντυπωσιακός: 6.400 Πέρσες έπεσαν νεκροί έναντι μόλις 192 Ελλήνων. Όσο για τους Σπαρτιάτες, έστειλαν τελικά ενισχύσεις στους Αθηναίους, μόνο που οι 2.000 πάνοπλοι πολεμιστές τους έφθασαν στην περιοχή του Μαραθώνα την επομένη της μάχης. Αφού αντίκρισαν τους χιλιάδες νεκρούς Πέρσες και συνεχάρησαν τους θριαμβευτές μαραθωνομάχους, πήραν «αμαχητί» τον δρόμο της επιστροφής. 
Σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης ένας εκ των ελλήνων πολεμιστών, άρχισε να τρέχει ενθουσιώδης και πάνοπλος με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων. Οταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που έκτοτε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων.) 
Αφού λοιπόν περισυνέλεξαν τις σορούς των πεσόντων οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα ταφικά τους έθιμα, έκαψαν τους νεκρούς τους και έθαψαν τα οστά τους σε παρακείμενο χώρο, δημιουργώντας τύμβο ύψους 9 μέτρων και διαμέτρου 50 μέτρων - η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ακόμη και ίχνη από το τελετουργικό νεκρόδειπνο όπου συνέτρωγαν οι ζωντανοί για να τιμήσουν τους νεκρούς μετά την καύση. Στην κορυφή του τύμβου αναρτήθηκαν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων μαραθωνομάχων κατά φυλές, συνοδευόμενα από το επιτάφιο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου:
«Ελληνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν»
(«Πρόμαχοι των Ελλήνων (και των Ευρωπαίων)οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ταπείνωσαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Μήδων»). 
Οι σύγχρονοι ιστορικοί κάνουν λόγο για τη σημαντικότερη ίσως μάχη των αρχαίων χρόνων, επειδή άλλαξε στην κυριολεξία τον ρου της ιστορίας. Αν αντί των Αθηναίων είχαν επικρατήσει οι Πέρσες, πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε σήμερα για τον χρυσό αιώνα και τα κλασικά χρόνια, ενώ η πορεία της Ευρώπης θα είχε πιθανότατα διαφορετική τροπή. 
Όσο για τον πρωταγωνιστή της μάχης την στρατηγική του οποίου  μιμήθηκαν σημαντικοί στρατηγοί σε όλες τις εποχές (Αννίβας, Ναπολέων) και διδάσκεται ακόμη στις στρατιωτικές σχολές , μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία στην Πάρο κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του (τι πρωτότυπο ) ότι ήταν προδότης και ότι χρηματίστηκε και πέθανε πιθανόν στη φυλακή από γάγγραινα . Το πρόστιμο που του επιβλήθηκε το πλήρωσε αργότερα ο γιος ο Κίμων. (Για να μην ξεχνιόμαστε).

Με τιμή
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος 
Δάσκαλος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ:Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ:Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 «Κυριακίδη, είσαι ο μοναδικός τύραννος που απέμεινε στη δημοκρατία». Ηταν Σεπτέμβρης του 1964 όταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου που έφτασε στη Θεσσαλονίκη για τη ΔΕΘ απευθύνθηκε «αγανακτισμένος» στον Γιάννη Κυριακίδη. Συνέχισε να «ταλαιπωρεί» έκτοτε όλους τους πρωθυπουργούς, υπουργούς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους που έφταναν και κυρίως όσους ζούσαν στην πόλη. Τη Θεσσαλονίκη του Γιάννη Κυριακίδη.

 Γιάννης Κυριακίδης γνωστός και ως “αρκούδας”, η εμβληματικότερη φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης, ο φωτογράφος σύμβολο. 

Γεννήθηκε την 10-5-1924.Aποτύπωσε στο φακό του, τη σύγχρονη Eλλάδα!

Eίναι ο τελευταίος ζωντανός θρύλος της Θεσσαλονίκης. Eίναι Πόντιος γέννημα – θρέμμα και από πολλούς θεωρείται ο κορυφαίος φωτορεπόρτερ της Eυρώπης. Πρόκειται, για τον μέγιστο καλλιτέχνη του φακού με…

το σπάνιο ένστικτο του «κυνηγού» της είδησης, ταυτόχρονα, Γιάννη Kυριακίδη. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από Πόντιους πρόσφυγες γονείς, μάλιστα ο αείμνηστος πατέρας του Θόδωρος, υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Aπόλλωνα Tραπεζούντας.
O Γιάννης ξεκίνησε τη φωτογραφική του «Oδύσσεια» το 1939, φωτογραφίζοντας ιππικούς αγώνες στο Kαραμπουρνάκι (στρατόπεδο Kόδρα) και αραγότερα λίγο πριν την πρώτη γερματική κατοχή (η δεύτερη ήρθε πριν ένα μήνα με σύμμαχο το ΔNT!) το πρώτο ιταλικό αεροπλάνο που κατερρίφθη με αντιαεροποτικά πυρά.
Tο 1945 «υπηρέτησε» τη στρατιωτική του θητεία στη Mακρόνησο με το πρώτο του φωτογραφικό στούντιο για τις ανάγκες των εξόριστων κρατουμένων.
Στη συνέχεια πήγε στο Λεβερκούζεν, όπου εκπαιδεύτηκε στην ονομαστή σχολή της «Aγηφα».
Eπέστρεψε και δούλεψε πλάι στον αείμνηστο Σαλονικιό φωτογράφο Γιώργο Λυκίδη, ενώ το πρώτο του φωτορεπορτάζ το έκανε για λογαριασμό του αθλητικού τμήματος της «Mακεδονίας» (ύστερα από σχετική συνεννόηση με τον τότε υπεύθυνο Φίλιππο Kούκουνο).
Aνεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν, ότι ο ίδιος ζήτησε να καλύψει εκδήλωση (ματς) του Aπόλλωνα.
Aπό εκεί και ύστερα ως νέος «Φιλέας Φογκ», έκανε το γύρο τουκόσμου, όχι σε 80 μέρες, όπως ο ήρωας του Iουλίου Bερν, αλλά σε σειρά δεκαετιών για τις ανάγκες του φωτορεπορτάζ.
Bρέθηκε στην πρώτη γραμμή της είδησης, στα σημαντικότερα γεγονότα του πλανήτη, σε Eυρώπη, Aμερική, Aυστραλία και Aσία.

Kαι πού δεν «χτύπησε» ο μαγικός «φακός» του: Pωσία, Nότια Kορέα (Σεούλ), Iνδία (Nέο Δελχί), Aλάσκα κ.α.
Ωστόσο ο ίδιος θεωρεί σημαντικότερο σταθμό της καριέρας του, την αποστολή στην Oυγκάντα (στα τέλη της δεκαετίας του ’50), όταν πήγε για λογαριασμό της «μεγάλης κυρίας» του Eλληνικού Tύπου Eλένης Bλάχου, ιδιοκτήτριας της εφημερίδας «Kαθημερινή».
O Γιάννης κάλυψε με καταλυτικό δημοσιογραφικό τρόπο, εστίες πολέμου σ’ όλη την Yδρόγειο, κορυφαία πολιτικά γεγονότα, τέσσερις Oλυμπιάδες, συνάντησε τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα και απαθανάτισε το Πανόραμα, των συγκλονιστικών αλλαγών (γεωπολιτικών και μη) των τελευταίων 70 χρόνων, με το φακό του.
O Γιάννης Kυριακίδης, είναι το δεύτερο, μετά το Λευκό Πύργο «σήμα κατατεθέν» της Θεσσαλονίκης.
Eίναι γεννημένος φωτορεπόρτερ, που με το φακό του κυριολεκτικά «ζωγράφιζε».
Hταν ένας καλλιτέχνης, μοναδικός, που έδινε στα θέματά του ψυχή και ζωντάνια.
Hταν όπως λένε ο ίδιος ο τύραννος των πολιτικών, ο «σκηνοθέτης» των θεμάτων που επέλεγε ο ίδιος, καθορίζοντας το σκηνικό που θα αποδώσει η μηχανή του.
Γι’ αυτό ανέβαινε σε σκάλες και… ταράτσες, δίνοντας πάντα το δικό του «φελλινικό» στιλ, όπως λένε οι φίλοι του.
O Γιάννης εδώ και 60 χρόνια, είναι φίλος των δημοσιογράφων και καλλιτεχνών της Θεσσαλονίκης.
Mοναδικός πολύπειρος «συνεταίρος» στα μεγάλα και μικρά ρεπορτάζ με μια σπάνια «όσφρηση» της είδησης, βοήθησε αποφασιστικά την εξέλιξη νέων παιδιών στα MME.
O Γιάννης λατρεύει τη Θεσσαλονίκη, πρωτοστατούσε στις παροιμιώδεις συναντήσεις με τα στενά φιλαράκια του (αλφαβητικά): Δημήτρη Γουσίδη, Aντώνη Δρόσο και Παναγιώτη Σπύρου.
Για τον εαυτό του συνηθίζει να λέει σκωπτικά:
- Eίμαι το σαπιοκάραβο που ακόμα αρμενίζει! Tο ρεπορτάζ είναι έρωτας. Eκφραση ψυχής… Eμείς που κάνουμε το φωτορεπορτάζ, αποτυπώνουμε την ιστορία που γράφεται!
Θεωρεί την τηλεόραση τρομολαγνική, χαρακτηρίζοντάς την αποχαυνωτική συσκευή, επισημαίνοντας:
- H τηλεοπτική κάμερα δεν ψάχνει τη στιγμή. Aπλώς τραβά. Στη φωτογραφία, αντίθετα, πρέπει να στοχεύσει τη στιγμή, βάζοντας την υπογραφή της ίδιας της ψυχής σου…
Tο μέλλον εξάλλου, όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή τους θα το φωτογράφιζε, με τα μάτια ενός παιδιού! (ποίημα μεγάλο Γιάννη!).
Eκτός από το φωτορεπορτάζ, αγαπημένα θέματα του Γιάννη ήταν τα σοκκάκια της Θεσσαλονίκης (ιδιαίτερα της Aνω Πόλης), η θάλασσα του Θερμαϊκού με τα ηλιοβασιλέμματά της (από τα καρνάγια της Aρετσούς και τα πευκόφυτα «τσαλιά» της Aρετσούς!) και οι ανθρώπινες φιγούρες που περιδιαβαίνουν αυτή την πόλη: Nέοι, γέροι, παιδιά, ερωτευμένοι, κουρασμένοι, λουλούδια, πουλιά, μυρωδιές ζωής διαχρονικής. Eικόνες που δίνουν ζωή στα όνειρα των φτωχών και ταπεινών!
Για το «ταμείο» της καριέρας του είχε πει κάποτε:
- Mετά από δεκαετίες σκληρής δουλειάς, αποκόμισα μια ζωή γεμάτη από εικόνες, ανθρώπινο σπαραγμό, μεγάλες φιλίες και κέρδη ψυχής.
Hμουνα πολύ τυχερός με την λατρεμένη γυναίκα της ζωής μου Xρύσα. Mου χάρισε ατέλειωτες ώρες ευτυχίας, σε πολύ δύσκολα χρόνια και δύο λουλούδια-κορίτσια που σπούδασα.
M’ αγάπησαν οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης, όπως τους αγάπησα και εγώ.
Aν ξαναγεννιόταν, θα γινόταν πάλι φωτορεπόρτερ όπως είπα μ’ όλη του την ψυχή.
O Γιάννης Kυριακίδης πλήρωσε ακριβά αυτή τη διαρκή «μάχη» με την επικαιρότητα, εδώ και χρόνια.
Eνα εγκεφαλικό (πέρσι) του δημιούργησε πρόβλημα όρασης (προσωρινό λένε οι αρμόσιοι επιστήμονες) και στα δύο μάτια!
Tο γεγονός «τσάκισε» το θρύλο του φακού, ωστόσο οι ενδείξεις είναι ελπιδοφόρες για επαναφορά της όρασης, πράγμα που εύχεται OΛOΨYXA όλη η Θεσσαλονίκη και όλη η Eλλάδα ταυτόχρονα.
Γιάννη, εμείς που κάναμε λεζάντα την ψυχή σου, μέσα από τις φωτογραφίες σου, εμείς που σε είδαμε να σκουπίζεις τα δάκρυά σου, σε στιγμές οδύνης της πόλης (Σεισμός ’78, έκρηξη στη μεγάλη πυρκαγιά της «Tζετ-Oΐλ» σε πολύνεκρα δυστυχήματα τροχαία και μη) ευχαριστούμε το Θεό που βρεθήκαμε στο ίδιο «μετερίζι».
Eίμαστε στους τυχερούς, που συνεργάστηκαν με τον κορυφαίο φωτορεπόρτερ της Eυρώπης, τον τελευταίο μισό αιώνα.
Nα ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά Γιάννη Kυριακίδη, άρχοντα του φωτογραφικού φακού, φίλε και αδερφέ του ρεπορτάζ.
ΣHMEIΩΣH: O Γιάννης, θυμάται πάντα με νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια στην προσφυγομάνα Kαλαμαριά, που οι πρώτες εικόνες (λάσπη, φτώχεια, αλλά και σύμπνοια) του έδωσε βασικά «όπλα» για την μετέπειτα ενασχόλησή του στο δύσκολο αλλά «παραμυθένιο» κόσμο της φωτογραφίας.
Aπαθανάτισε γέννηση, γάμο και θάνατο και πάντα λέει, ότι το κλάμα ενός νεογέννητου μωρού είναι ταυτόχρονα και ένα θαύμα!
Παρότι κατά καιρούς, είχε δελεαστικές προτάσεις (με μυθικά ποσά) να εγκατασταθεί στην Aθήνα, αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας:
- Δεν θα εγκαταλείψω, ποτέ τη Θεσσαλονίκη, που είναι το «λιμάνι» της καρδιάς μου!…
(κείμενο από την “ΑΘΛΗΤΙΚΗ”)
Ο Γιάννης Κυριακίδης φωτογράφησε τον κόσμο όλο. Και την πόλη όλη. Κι αν μια φωτογραφία είναι χίλιες λέξεις, ας βάλουν στον νου τους όλοι αυτοί, πόσες λέξεις έγραψε ο Κυριακίδης... Ο Κυριακίδης που ήταν πάντα εκεί. 
Ε, όχι. Δεν φωτογράφησε την πρώτη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης το 1926. Ισως να βρέθηκε κι αυτός στο περίπτερο της «Nestle» - εκείνης της πρώτης διοργάνωσης στο Πεδίον του Αρεως -, το περίπτερο πανομοιότυπο με μικρό ελβετικό σπίτι της υπαίθρου όπου η επιχείρηση διένεμε γάλα στα εξαθλιωμένα προσφυγόπουλα της εποχής.
Ούτε στην έκθεση του 1928 συμμετείχε ακόμη. Τότε που για πρώτη φορά διοργανώθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης του ελληνικού Τύπου με εφημερίδες και περιοδικά αλλά και διεθνής έκθεση φωτογραφίας με 75, συνολικά, εκθέτες.


ΜΠΙΡΑ ΚΑΙ ΧΑΒΙΑΡΙ. Από εκείνη του 1951 όμως (την πρώτη μετά τον πόλεμο) όλες τις θυμάται. Ολες - τις εκθέσεις - κι όλους τους «επισήμους» τους φωτογράφησε. Τυραννικά. Πάντα. Και το 1952, και τον πρώτο τηλεοπτικό σταθμό της ΔΕΗ και τη μαύρη μπίρα και τον Αλκη Στέα και τα λουκάνικα Φρανκφούρτης και τη δεξίωση στο ρωσικό περίπτερο όπου οι «κυρίες της Θεσσαλονίκης με τις γούνες γέμιζαν με χαβιάρι τις κομψές τσαντούλες τους...».
Τα θυμάται όλα ακόμα και σήμερα, 87 χρόνια από τη γέννηση του, 74 χρόνια μετά το πρώτο «κλικ» στον αναβάτη του Ιππικού Ομίλου στο Καραμπουρνάκι με μια μηχανή «Kodak» που αγόρασε με τα κουπόνια της «Μακεδονίας», 72 χρόνια από το καμένο αεροπλάνο στην Πλατεία Αριστοτέλους, 50 χρόνια μετά την πρώτη μεταπολεμική Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης.
«Τα 'μαθες τα ευχάριστα;», μου 'λεγε χθες στη βεράντα του σπιτιού του στην παλιά παραλία, εκεί απ' όπου αγναντεύει θαμπά πια - όσο του επιτρέπει η πάσχουσα όραση του - τις αγαπημένες του φεγγαρόστρατες στον Θερμαϊκό. «Δεν θα 'χουμε πια γιορτές και φανφάρες φέτος. Σεμνά θα γίνουν όλα. Οχι όπως τότε. Που κουβαλούσαν όλοι οι γραμματείς και φαρισαίοι απ' την Αθήνα τις φιλενάδες τους και τρώγαν τις ψαρούκλες και χόρευαν ζεϊμπέκικα στα σκυλάδικα και πληρώναμε εμείς. Μόνο που τώρα αντί για σκυλάδικα θα 'χουμε χιλιάδες αστυνομικούς».
Μεσουράνησε ο Κυριακίδης επί έξι δεκαετίες στη Θεσσαλονίκη. Μετατράπηκε σε ζωντανή ιστορία της πόλης. Κάτι σαν τον Λευκό Πύργο και την Πλατεία Αριστοτέλους.
«Ο Καραμανλής ήταν πολύ ομιλητικός και σε διάβαζε. Ο Παπανδρέου ήταν γοητευτικός, λαοπλάνος, επικοινωνιακός όσο κανείς. Ημασταν κάποτε στις Πρέσπες. Εγώ σε μια βάρκα κι εκείνος σε μια άλλη. Πρωθυπουργός εκείνος. Εγώ φωτογράφιζα τον πρωθυπουργό κι εκείνος εμένα που... τον φωτογράφιζα. Είχε μια "Haze blunt" (τύπος φωτογραφικής μηχανής) και με ρωτούσε για τις ταχύτητες... Πάντα με αγαπούσαν όλοι. Και ο Κανελλόπουλος, και ο Τσαλδάρης. Και ο Μητσοτάκης».
Ο Κυριακίδης, η σκάλα του, οι τρεις φωτογραφικές μηχανές περασμένες στον λαιμό, οι φίλοι του, οι δημοσιογράφοι της πόλης - η παλιά φουρνιά - «αυτοί που πήγαιναν στο γεγονός από κοντά, το βλέπαν, το ζούσαν και το γράφαν με τη γλώσσα της αλήθειας», έτσι λέει ακόμα, «όχι αυτοί οι νέοι που πήραν ένα μπλοκ κι ένα στιλό απ' το περίπτερο και... γίναν δημοσιογράφοι».
Ανέβαινε στις σκάλες για να βλέπει τους ανθρώπους σ' όλη τους τη μικρότητα. Ή γιατί «όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει η γη με ζωγραφιά». Σαν τις φωτογραφίες από ψηλά του Κυριακίδη. Των πολιτικών, των ανθρώπων, της Θεσσαλονίκης, της «γέννησης και του θανάτου» - όπως λέει -, των γεγονότων, του κόσμου όλου...
Ο Κυριακίδης είναι ο μοναδικός «μύθος» για τη Θεσσαλονίκη που δεν πλάστηκε από τους αθηναίους επήλυδες. Είναι μύθος «αυτόνομος», αυτόχθων, αυτοδημιούργητος και διαχρονικός.
Τον γνωρίζουν όλοι. Είναι μύθος και για τους Θεσσαλονικείς - κι όχι μόνο τους δημοσιογράφους. Οχι σαν αυτούς που οι Θεσσαλονικείς επέτρεψαν να γίνουν μόνο βαφτισμένοι στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και του κέντρου. Κι απ' το' Μάη του 1924 που γεννήθηκε - στον «λασπότοπο» της Καλαμαριάς από πρόσφυγες πόντιους γονείς - μέχρι σήμερα, επιμένει (κι ας τον χρύσωσαν κάποτε για να κατέβει στην Αθήνα) να μένει και να κάνει «είδηση» τη Θεσσαλονίκη.
Απολίτικος (παρά το Μακρονήσι που υπέστη επί 33 μήνες τυχαία, όπως πολλοί άλλοι που το εξαργυρώνουν ακόμη) σε εποχές «άρρωστα πολιτικές», ισορροπιστής («να τα βρείτε, μην τσακώνεστε σαν τα κοκόρια» τόλμησε να νουθετήσει τους δυο «γόνους» πολιτικών - τον πρωθυπουργό τότε Κώστα Καραμανλή και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε Γιώργο Παπανδρέου), στοργικός (δεν είναι μόνο οι παλιοί δημοσιογράφοι και οι «ανίερες» πλάκες τους με το... μέλι για την «αρκουδίτσα», με τα φιδάκια σε τούρτες που ακόμα φοβάται - είναι και οι νεότεροι που τους έπαιρνε από το χέρι κι όταν δεν έβγαινε το ρεπορτάζ τους το έβγαζε, το «έστηνε» όπως αυτός ήξερε).
Κι ας αντιμετωπίζεται πλέον ως «γραφικός». Κι ας τον φώναζαν «Αρκούδα». Και οι παλιοί και πολλοί πιθηκίζοντες νεότεροι. Δεν είναι δική τους η έμπνευση του προσωνυμίου. Στη Μακρόνησο του το κόλλησαν. Εκείνους τους 33 μήνες που πέρασε στο νησί εξόριστος. Ηταν «ψωμωμένος», «κυκλοφορούσε χειμώνα καλοκαίρι με κοντομάνικο», «βουτούσε άφοβα στη θάλασσα» (τα αναφέρει στο βιβλίο του «Το μήκος της νύχτας» ο συνεξόριστός του δημοσιογράφος Λευτέρης Ραφτόπουλος). Ο ίδιος το επανέλαβε στους «κολλητούς» του της πόλης χρόνια αργότερα, κι εκείνοι του το κόλλησαν.


Η «ΣΠΗΛΙΑ». Του αρέσει να λέει πως... δεν του αρέσει. Του λείπει όμως - και το προσωνύμιο και οι πλάκες της εποχής και οι άνθρωποι και το ρεπορτάζ και η πόλη. Κι όχι, δεν του πήρα καμιά φωτογραφία της Θεσσαλονίκης. Ολη η πόλη βρίσκεται ακόμα εκεί. Στη «σπηλιά της αρκούδας», όπως λένε οι εμμένοντες στις παλιές πλάκες της δεκαετίας του '80. Στο γραφειάκι της Τσιμισκή.
«Δεν με θυμούνται πια ούτε οι παλιοί μου φίλοι. Κανένας τυμβωρύχος εμφανίζεται που και που να πάρει τζάμπα φωτογραφίες, να κάνει τον ειδικό, να 'χει ντοκουμέντα» λέει σήμερα και δακρύζει. «Θα 'θελα να ήμουν και φέτος στη ΔΕΘ κι ας είναι αλλιώς τα πράγματα. Ολα τα χρόνια ήμουν παρών, ήμουν ο πρώτος».

(Κείμενο από τα Νέα)


(Ο Γιάννης Κυριακίδης δέχεται συγκινημένος το βραβείο από τον πρόεδρο της Ενωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας, Μάριο Λώλο)




http://www.agelioforos.gr/files/APortal/resized/kyriakidis1_425x.jpg


(Φωτογραφίες:thebest.gr ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ )


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovoion.com/products/%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%83%20%CE%BA%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%B9%CE%B4%CE%B7%CF%83%3A%CF%84%CE%BF%20%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%BF%20%CF%84%CE%B7%CF%83%20%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA/